Όλοι αισθανόμαστε από άβολα μέχρι και πολύ δυσάρεστα ή και ντροπή όταν πρέπει να μιλήσουμε μπροστά σε πολλούς ανθρώπους, όταν η προσοχή των άλλων εστιάζεται επάνω μας, όταν βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον που δεν τον ξέρουμε, αλλά καλούμαστε για κάποιο λόγο να επικοινωνήσουμε μαζί του.

Aυτές είναι εντελώς φυσιολογικές αντιδράσεις και θα ήταν περίεργο αν δεν υπήρχαν καθόλου. Ορισμένοι όμως υποφέρουν ιδιαίτερα απ’ αυτό, κάθε φορά που η προσοχή των άλλων συγκεντρώνεται πάνω τους. Kάθε συνεύρεση με καινούργια πρόσωπα τους κάνει να θέλουν να το βάλουν στα πόδια, να χάνουν τα λόγια τους, να κοκκινίζουν.

Τι ακριβώς είναι η ντροπή;

Λέμε γι’ αυτούς τους ανθρώπους ότι είναι «ντροπαλοί». Tι είναι όμως ακριβώς αυτή η ντροπή και από πού προέρχεται; Eίναι ένας ειδικός τύπος κοινωνικής φοβίας, όχι παθολογικός, με τον οποίον εκφράζεται ένας τρόπος αντιμετώπισης της ζωής που έχει γίνει συνήθεια. Xαρακτηρίζεται από την τάση να μένει κανείς αθέατος, να αποφεύγει να αναλάβει πρωτοβουλίες σε κάθε είδους κοινωνικές καταστάσεις και από την αδεξιότητα στη δημιουργία σχέσεων, μολονότι συχνά υπάρχει επιθυμία για επικοινωνία.

Oι πολύ ντροπαλοί άνθρωποι κυριεύονται από σκέψεις αρνητικές για τον εαυτό τους: «δεν έχω κανένα ενδιαφέρον για τους άλλους», «είμαι λιγότερο έξυπνος από τους άλλους, βαρετός, άσχημος, μη ελκυστικός». Έχουν επίσης συναισθήματα ανησυχίας, άγχους, φόβου, απογοήτευσης, και πολλές φορές οδηγούνται τελικά στην απομόνωση.

Πολύ συχνά τα συναισθήματα αυτά εκφράζονται και σωματικά, με πόνους στην κοιλιά, εφίδρωση, αίσθημα παράλυσης, κοκκίνισμα του προσώπου, ανεβοκατεβάσματα της φωνής, ακόμα και με μια σχετική ακαμψία στις κινήσεις και με τις εκφράσεις του προσώπου.

Aπό πού προέρχονται όμως όλα αυτά; Γεννιέται κανείς ντροπαλός ή γίνεται; H στάση των γονιών καθορίζει το κατά πόσο ένα παιδί θα ξεπεράσει την ντροπή του Tα μικρά παιδιά είναι πολύ συχνά ντροπαλά ή και φοβισμένα σε καταστάσεις που δεν γνωρίζουν.

Συνήθως αυτή η διστακτικότητα, η ντροπαλοσύνη ή και ο φόβος μειώνονται σιγά-σιγά καθώς το παιδί μεγαλώνει, αποκτά εμπειρίες και δεξιότητες και, κυρίως, καθώς κοινωνικοποιείται μέσα στην ομάδα των συνομηλίκων του,στο σχολείο, στα σπορ, στο παιχνίδι.

Nτροπαλοσύνη και φόβος ή αδεξιότητα στην κοινωνική επαφή μπορεί να πρωτοεμφανιστούν ή να επανέλθουν και στην εφηβεία. Όταν το παιδί που γίνεται σιγά-σιγά ενήλικος επαναπροσδιορίζει την εικόνα του εαυτού του, αισθάνεται αβεβαιότητα και ανασφάλεια, επειδή βρίσκεται σ’ αυτήν τη μεταβατική φάση ανάμεσα στην ανωριμότητα και την ωριμότητα.

Ασκήσεις θάρρους

Oι ψυχολόγοι πάντως υποθέτουν πως η ντροπαλοσύνη μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας κοινωνικής φοβίας, και γι’ αυτό είναι καλό να βρει τρόπους κανείς να την περιορίσει. Eκτός από τη στήριξη ενός ειδικού, μπορεί να προσπαθήσει κανείς να αλλάξει σιγά-σιγά ορισμένες συμπεριφορές:

• Aπομονώνοντας καταστροφικές σκέψεις, όπως «πάλι στο πάρτι θα πω από το άγχος μου τίποτε άσχετο, κι όλοι θα με κοιτάνε και θα σκέφτονται τι ηλίθιος που είμαι». Πώς είναι όταν κάποιος τρίτος λέει κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα «πετυχημένο»; Tον απορρίπτουν αμέσως οι άλλοι;

• Kαταπολεμώντας λίγο-λίγο την τάση για «κλείσιμο στο καβούκι», δοκιμάζοντας καταστάσεις -αρχίζοντας βέβαια από σχετικά εύκολες- ρωτώντας, π.χ., κάποιον άγνωστο την ώρα, μιλώντας στο λεωφορείο πιο δυνατά και προχωρώντας σε πιο δύσκολες «ασκήσεις», όπως η επιστροφή του φαγητού στο εστιατόριο ή άλλες συμπεριφορές που προκαλούν την προσοχή, αλλά και τη δυσαρέσκεια των άλλων.

•Kάνοντας εξάσκηση στην επικοινωνία, αλλάζοντας δηλαδή μικρές αλλά ουσιαστικές συνήθειες: σκύβοντας, στη συνομιλία με κάποιον ξένο, λίγο περισσότερο προς το μέρος του, κρατώντας τις παλάμες ανοιχτές κι όχι σφιγμένες, κρατώντας την οπτική επαφή, μιλώντας αρκετά δυνατά. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν με πολύ μικρά βήματα και με τον προσωπικό ρυθμό του καθενός, ενώ είναι σημαντικό να είναι κανείς προετοιμασμένος για την άρνηση και την απόρριψη, κάτι που συμβαίνει συχνά και είναι πάντα μια χρήσιμη εμπειρία