Παρά την ανάπτυξη εμβολίων SARS-CoV-2, απαιτούνται αποτελεσματικά θεραπευτικά μέσα μέχρι να επιτευχθεί η παγκόσμια ανοσία. Στην κατεύθυνση αυτή οι επιστήμονες διερευνούν την αντι-ιική δράση σειράς φαρμάκων που είναι ήδη εγκεκριμένα και διατίθενται στην αγορά, για την θεραπεία άλλων παθήσεων.

Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό PLOS Pathogens από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, εκτιμά ότι ορισμένα φάρμακα που έχουν εγκριθεί από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια για τη θεραπεία λοιμώξεων από COVID-19. Και τονίζει ότι ενώ η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού εξακολουθεί να μην είναι εμβολιασμένη, λίγα είναι τα φάρμακα που έχουν αποδειχθεί ασφαλή, η διανομή τους στον πληθυσμό είναι εύκολη και τα σκευάσματα αυτά είναι ικανά να μειώσουν την εξάπλωση του SARS-CoV-2.

Για τον προσδιορισμό των ήδη εγκεκριμένων φαρμάκων που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν αποτελεσματικά τις λοιμώξεις του κοροναϊού, οι ερευνητές διερεύνησαν φάρμακα που είχαν εγκριθεί από το FDA το 1971 χρησιμοποιώντας μια εκδοχή του κοροναϊού, στον οποίο είχαν επικολλήσει ένα φωτεινό ένζυμο, για να ποσοτικοποιήσουν το ιικό φορτίο. Στη συνέχεια ανέλυσαν την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων σε διάφορους τύπους μολυσμένων ανθρώπινων κυττάρων, και παρατήρησαν πόσο καλά αντιγράφηκε ο ιός στα μολυσμένα κύτταρα μετά από την έκθεση τους σε κάθε φάρμακο.

Μόλυνση

Οι συγγραφείς της μελέτης εντόπισαν εννέα φάρμακα που κατέστειλαν αποτελεσματικά την αναπαραγωγή του ιού στα κύτταρα που είχαν ήδη μολυνθεί. Η μελέτη συμπεριέλαβε κύτταρα από το ήπαρ και τα νεφρά, όπου ο ιός αναπαράγεται εύκολα. Τα φάρμακα ήταν αποτελεσματικά στην αναστολή του ιού στα συγκεκριμένα κύτταρα στο εργαστήριο, όμως χρειάζεται και η δοκιμή της αποτελεσματικότητας των υποψήφιων θεραπειών και σε ασθενείς. Γι΄ αυτό οι ερευνητές επισημαίνουν πως απαιτούνται κλινικές δοκιμές για να διαπιστωθεί εάν τα φάρμακα είναι κατάλληλα θεραπευτικά για τους ασθενείς πέραν των εργαστηριακών ευρημάτων.

Ο Άνταμ Πικάρντ, ερευνητής και ο Κάρλ Κάντλερ, καθηγητής Βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, εξήγησαν πως «Η μελέτη μας εντόπισε ενώσεις που είναι ασφαλείς στους ανθρώπους και δείχνουν αποτελεσματικότητα στη μείωση της μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 και την αντιγραφή του στα ανθρώπινα κύτταρα. Καθώς αυτά τα φάρμακα είναι εγκεκριμένα και γνωρίζουμε ήδη τις δόσεις στις οποίες μπορούν να χορηγούνται με ασφάλεια στους ασθενείς, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν κλινικές δοκιμές για αυτά τα φάρμακα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα».

Η εμπαστίνη

Ο καθηγητής Κάντλερ πρόσθεσε: «Εντοπίσαμε φάρμακα που σταματούν την αναπαραγωγή του ιού σε ανθρώπινα κύτταρα σε καλλιέργεια. Τα φάρμακα περιλαμβάνουν την εμπαστίνη, η οποία έχει εγκριθεί για τη θεραπεία της πνευμονίας Pneumocystis jirovecii (Pneumocystis carinii) και τη βιταμίνη D3, η οποία διατίθεται χωρίς ιατρική συνταγή. Τα φάρμακα αυτά θα μπορούσαν να προστεθούν στη θεραπεία της COVID-19 και να πετύχουν ισχυρά αποτελέσματα. Όμως δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί σε ασθενείς με COVID-19 και δεν αποτελούν εναλλακτικές λύσεις σε υπάρχουσες θεραπείες ή στα προγράμματα εμβολιασμού».

Τα υπόλοιπα φάρμακα που ελέγχθηκαν εργαστηριακά και αποτελούν ισχυρούς υποψηφιους για έναρξη κλινικών μελετών που θα διερευνήσουν την αποτελεσματικότητα τους σε ασθενείς, είναι το ανθελονοσιακό αμοδιακίνη, το αντιπαρασιτικό και αντιμυκητιασικό ατοβακόνη, το αντιφυματικό βεδακιλίνη, το αντιυπερτασικό μανιδιπινη και τα αντικαρκινικά πανομπινοστάτη και  αμπεμασικλίμπη, τα οποία καταστέλλουν την κυτταρική διαίρεση.