Τα άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί κατά του νέου κορωνοϊού μπορεί να μολυνθούν εκ νέου από τον ιό κάθε 16 έως 17 μήνες κατά μέσο όρο, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet Microbe. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Yale και στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Charlotte εξέτασαν δεδομένα επαναμόλυνσης για έξι άλλους κοροναϊούς που μολύνουν τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων των SARS και MERS.

«Η επαναμόλυνση μπορεί εύλογα να συμβεί σε τρεις μήνες ή λιγότερο», δήλωσε μάλιστα ο επικεφαλής της μελέτης, δρ Jeffrey Townsend, καθηγητής βιοστατιστικής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Γέιλ. «Ως εκ τούτου, όσοι έχουν μολυνθεί φυσικά θα πρέπει να εμβολιαστούν», επισημαίνει.

Γιατί κινδυνεύουν από επαναμόλυνση οι ανεμβολίαστοι

«Η αρχική μόλυνση από μόνη της μπορεί να προσφέρει βραχυπρόθεσμη προστασία έναντι επακόλουθων λοιμώξεων» εξηγεί.

Η ερευνητική ομάδα εξέτασε δεδομένα μετά τη μόλυνση για έξι κοροναϊούς μεταξύ 1984-2020 και διαπίστωσε ότι η επαναμόλυνση κυμαινόταν από 128 ημέρες έως 28 χρόνια. Υπολόγισαν ότι η επαναμόλυνση με την covid-19 πιθανότατα θα εμφανιζόταν μεταξύ 3 μηνών έως 5 ετών μετά τη μέγιστη ανταπόκριση αντισωμάτων, με μέσο όρο τους 16 μήνες.

Ο κίνδυνος επαναμόλυνσης από την covid-19 είναι περίπου 5% στους τρεις μήνες, ο οποίος εκτινάσσεται στο 50% μετά από 17 μήνες, σύμφωνα με τους ερευνητές. Η επαναμόλυνση θα μπορούσε να γίνει όλο και πιο συχνή καθώς η ανοσία μειώνεται και αναπτύσσονται νέες παραλλαγές, σύμφωνα με τους ίδιους.

«Διαφορετική» ανοσία ανά άτομο

«Τείνουμε να θεωρούμε την ανοσία ως κάτι που έχουμε ή που δεν έχουμε. Η μελέτη μας προειδοποιεί ότι αντί αυτού θα πρέπει να εστιάζουμε περισσότερο στον κίνδυνο επαναμόλυνσης με την πάροδο του χρόνου», επισημαίνουν οι ειδικοί.

«Καθώς προκύπτουν νέες παραλλαγές, οι προηγούμενες ανοσολογικές αποκρίσεις γίνονται λιγότερο αποτελεσματικές στην καταπολέμηση του ιού. Όσοι μολύνθηκαν φυσικά νωρίς στην πανδημία είναι όλο και πιο πιθανό να μολυνθούν εκ νέου στο εγγύς μέλλον» μας εξηγούν.

Σε ατομικό επίπεδο, οι άνθρωποι έχουν διαφορετικά επίπεδα ανοσίας, τα οποία μπορούν να παρέχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη διάρκεια προστασίας με βάση την ανοσολογική κατάσταση, την ανοσία εντός μιας κοινότητας, την ηλικία, τις υποκείμενες  παθήσεις και την έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.