Νέα επιστημονική μελέτη από την American Heart Association (AHA) αναφέρει ότι ένας στους τρεις ενήλικες με διαβήτη τύπου 2 μπορεί να έχει αδιάγνωστη καρδιαγγειακή νόσο.

«Οι ενήλικες με διαβήτη τύπου 2 που δεν έχουν ενδείξεις ή συμπτώματα καρδιαγγειακής νόσου είναι πιο πιθανό να έχουν αυξημένα επίπεδα δύο πρωτεϊνών που συνδέονται με καρδιακές παθήσεις σε σχέση με τους συνομηλίκους τους χωρίς διαβήτη τύπου 2» αναφέρει η δρ Elizabeth Selvin, PhD, συν-συγγραφέας και καθηγήτρια επιδημιολογίας Johns Hopkins Bloomberg School of Public Health στη Βαλτιμόρη.

Τι αποκάλυψε η έρευνα

«Αυτοί οι καρδιακοί βιοδείκτες σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία και επίσης με θάνατο από καρδιαγγειακή νόσο», συμπλήρωσε η ίδια.

Διαβάστε επίσης: Καρδιά: Την προστατεύει τελικά η ελαφριά κατανάλωση αλκοόλ;

Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για την υγεία και δείγματα αίματος περισσότερων από 10.300 ενηλίκων που συγκεντρώθηκαν από την αμερικανική μελέτη Health and Nutrition Examination Survey από το 1999 έως το 2004. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου όταν συμμετείχαν στη μελέτη.

Αναλύοντας τα δείγματα αίματος των συμμετεχόντων στη μελέτη, οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα δύο καρδιακών βιοδεικτών. Εξέτασαν επίσης στατιστικά στοιχεία θνησιμότητας από το National Death Index.

Με βάση τις δύο αναλύσεις, προσδιόρισαν συσχετίσεις μεταξύ των αυξημένων καρδιακών βιοδεικτών και του κινδύνου θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο ή θάνατο από όλες τις αιτίες, επισημαίνοντας ότι ένας στους τρεις ενήλικες με διαβήτη τύπου 2 μπορεί να έχει αδιάγνωστη καρδιαγγειακή νόσο.

Όσα γνωρίζουμε για την σύνδεση διαβήτη και καρδιαγγειακών παθήσεων

Διάφορες μελέτες έχουν επισημάνει στο παρελθόν ότι ο διαβήτης τύπου 2 είναι παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου.

Όπως αναφέρει ο δρ Καρλ Ναντόλσκι, ενδροκρινολόγος από το American Board of Obesity Medicine «σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, η παχυσαρκία που μπορεί να οδηγήσει σε αντίσταση στην ινσουλίνη, μπορεί με την σειρά της να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης δυσλιπιδαιμίας, υπέρτασης και υπεργλυκαιμίας.

Επιπλέον μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα φλεγμονής αυξάνοντας την πιθανότητα αθηροσκλήρωσης (πάχυνση των αρτηριών), κάτι που τελικά μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό».

Ενώ η υψηλή αρτηριακή πίεση και η χοληστερόλη είναι καθιερωμένοι τρόποι αξιολόγησης της καρδιαγγειακής υγείας, η δρ Elizabeth Selvin επισημαίνει ότι ο έλεγχος ρουτίνας για καρδιακούς βιοδείκτες και οι προσαρμοσμένες παρεμβάσεις (εάν χρειαστούν) μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου σε άτομα με διαβήτη τύπου 2.

Ωστόσο, οι ερευνητές σημειώνουν ότι χρειάζονται περαιτέρω μελέτες.

«Η καρδιαγγειακή νόσος μπορεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων. Η μελέτη μας δείχνει ότι οι καρδιακοί βιοδείκτες που μετρήθηκαν στο δείγμα αίματος μπορούν να μας ειδοποιήσουν εγκαίρως για την ύπαρξή της ώστε να παρέμβουμε άμεσα για την θωράκιση της υγείας» καταλήγουν οι ερευνητές.