Το Σβάλμπαρντ, μια απομακρυσμένη νορβηγική περιοχή από το 1925, βρίσκεται ανάμεσα στην ηπειρωτική Ευρώπη και τον Βόρειο Πόλο. Αν και αποτελείται από πολλά νησιά, μόνο τρία είναι κατοικημένα. Η πρωτεύουσα Λόνγκγιαρμπιεν, πόλη που ιδρύθηκε το 1906, φιλοξενεί λιγότερους από 2.500 ανθρώπους — λιγότερους ακόμη και από τις πολικές αρκούδες που υπολογίζονται γύρω στις 3.000.
Η γεωγραφική της θέση τόσο κοντά στον Βόρειο Πόλο σημαίνει ότι η πόλη βλέπει ήλιο λίγο περισσότερες από 100 ημέρες τον χρόνο. Από τα τέλη Οκτωβρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου κυριαρχεί η πολική νύχτα, ενώ λόγω των γύρω βουνών, οι πρώτες ακτίνες φωτός εμφανίζονται μόλις τον Μάρτιο.
Το Λόνγκγιαρμπιεν είναι επίσης από τα πιο ψυχρά κατοικημένα μέρη του κόσμου. Η χαμηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί ήταν -46,3°C τον Μάρτιο του 1986. Ακόμη και το καλοκαίρι, οι θερμοκρασίες σπάνια ξεπερνούν τους 7°C, ενώ τον χειμώνα κινούνται γύρω στους -11°C έως -13°C. Η πόλη είναι σχεδόν διαρκώς χιονισμένη και κατά τη διάρκεια της πολικής νύχτας επικρατεί μια απόλυτη σιγή και σκοτάδι που διαρκεί πάνω από 100 ημέρες.
Αντίθετα, από τα μέσα Απριλίου ως τα τέλη Αυγούστου, η περιοχή βιώνει το φαινόμενο του ήλιου του μεσονυχτίου, με τον ήλιο να μένει συνεχώς στον ουρανό. Αυτή η εναλλαγή ανάμεσα σε ατελείωτο σκοτάδι και φως επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο ζωής των κατοίκων, που μαθαίνουν να ζουν χωρίς τα συνηθισμένα όρια μέρας και νύχτας.
Η πόλη στην οποία… δεν επιτρέπεται να πεθάνεις
Η απομόνωση και οι ιδιαιτερότητες του κλίματος έχουν οδηγήσει σε μοναδικούς τοπικούς κανονισμούς. Μεταξύ αυτών είναι η απαγόρευση κατοχής γατών, η επιβολή ορίων στην αγορά αλκοόλ κάθε μήνα, αλλά και η υποχρέωση να φέρει κανείς όπλο για προστασία από τις πολικές αρκούδες όταν κινείται εκτός οικισμού.
Ένας από τους πιο διαδεδομένους μύθους για την πόλη είναι ότι «απαγορεύεται να πεθάνεις» στο Λόνγκγιαρμπιεν.
Αν και τεχνικά αυτό δεν ισχύει, καθώς δεν υπάρχει νόμος που να λέει ότι απαγορεύεται να πεθάνεις.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, λόγω του ότι δεν υπάρχουν εγκαταστάσεις ταφής για σορούς (εκτός εάν πρόκειται για τέφρα με ειδική άδεια) οι άνθρωποι που πλησιάζουν στο τέλος της ζωής τους μεταφέρονται συνήθως σε άλλες πόλεις της Νορβηγία, για να περάσουν εκεί τις τελευταίες τους μέρες.
Ο λόγος γι’ αυτή την πολιτική ανάγεται στο 1950, όταν διαπιστώθηκε ότι τα σώματα θυμάτων της πανδημίας γρίπης του 1918 δεν είχαν αποσυντεθεί λόγω του μόνιμου παγετού. Σήμερα, υπάρχει φόβος ότι αυτοί οι κατεψυγμένοι νεκροί ίσως εξακολουθούν να φιλοξενούν ενεργούς ιούς της εποχής εκείνης, που σκότωσαν εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως στις αρχές του 20ού αιώνα.