Έχεις φύγει ποτέ από μια συζήτηση με έναν ανεξήγητο κόμπο στο στομάχι; Κάτι ειπώθηκε, μα δεν ήταν προσβλητικό. Κι όμως, κάτι έσπασε μέσα σου. Αυτή η λεπτή ενόχληση που αφήνουν κάποιες κουβέντες, είναι το σημάδι ότι η γλώσσα έχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ όσο νομίζουμε. Οι λέξεις διαπερνούν το νευρικό μας σύστημα, ενεργοποιούν αναμνήσεις, φοβίες, ανασφάλειες. Και, χωρίς καν να το καταλάβουμε, επηρεάζουν τον τρόπο που συνδεόμαστε με τους άλλους — αλλά και με τον εαυτό μας. Στο επίκεντρο αυτής της εμπειρίας βρίσκεται η συναισθηματική νοημοσύνη (EQ).

Όχι ως αφηρημένη θεωρία, αλλά ως πρακτική καθημερινότητα. Πώς αντιδρούμε στον θυμό του άλλου; Πώς ακούμε χωρίς να κρίνουμε; Πώς δείχνουμε ότι μας νοιάζει; Το χαμηλό EQ δεν είναι «ελάττωμα χαρακτήρα». Είναι μια συνήθεια. Και, όπως όλες οι συνήθειες, μπορεί να αλλάξει — εφόσον την αναγνωρίσουμε.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημάδια χαμηλής συναισθηματικής νοημοσύνης είναι ο τρόπος που μιλάμε, ειδικά σε συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές. Ας δούμε μερικές από τις φράσεις που, αν και φαινομενικά αθώες, μπορούν να πλήξουν τη σύνδεση με τους άλλους — αλλά και την ειλικρίνεια με τον εαυτό μας.

Καθημερινές φράσεις που όλοι χρησιμοποιούμε και δείχνουν χαμηλή νοημοσύνη

«Είμαι καλά»

Η φράση αυτή ακούγεται καθησυχαστική, μα όταν η γλώσσα του σώματος λέει το αντίθετο, δημιουργεί ασυνέπεια και απόσταση. Κρύβει άρνηση, ίσως φόβο για το τι θα συμβεί αν δείξουμε ευαλωτότητα. Η καταπίεση όμως των συναισθημάτων δεν τα εξαφανίζει — τα μετατρέπει σε άγχος, σωματικά συμπτώματα ή απομόνωση.

«Ό,τι πεις»

Μια φράση που ακούγεται σαν συμφωνία, αλλά στην πραγματικότητα υπονοεί απόρριψη και αποσύνδεση. Όταν την ακούμε — ή τη λέμε — κλείνουμε την πόρτα στον διάλογο. Σαν να λέμε «δεν με νοιάζει αρκετά για να συνεχίσω». Κι αυτό, για τον συνομιλητή μας, είναι απόρριψη.

«Με έκανες να νιώσω…»

Αντί να πούμε «ένιωσα θυμό», λέμε «με έκανες να θυμώσω». Η ευθύνη μεταφέρεται στον άλλον. Όμως, οι συναισθηματικά ώριμοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι τα συναισθήματά τους είναι δική τους υπόθεση. Και η διαχείρισή τους, επίσης.

«Ηρέμησε»

Ίσως μία από τις πιο αντιπαραγωγικές φράσεις όταν κάποιος βρίσκεται σε ένταση. Το «ηρέμησε» δεν ηρεμεί — προκαλεί. Αντίθετα, το «βλέπω ότι είσαι ταραγμένος, θες να μιλήσουμε;» δείχνει ενσυναίσθηση. Και η ενσυναίσθηση είναι το βασικό εργαλείο όσων έχουν υψηλό EQ.

«Μη γίνεσαι τόσο ευαίσθητος»

Η ευαισθησία δεν είναι ελάττωμα. Είναι ένδειξη αντίληψης, δημιουργικότητας, και βάθους. Το να την ακυρώνεις, ουσιαστικά λες «δεν θέλω να μπω στον κόπο να σε καταλάβω». Ένας άνθρωπος με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη κάνει το αντίθετο: αναρωτιέται τι υπάρχει πίσω από τη φόρτιση του άλλου.

«Δεν έγινε και τίποτα»

Όταν μειώνουμε την εμπειρία του άλλου, δεν τον ηρεμούμε — τον απομακρύνουμε. Οι έρευνες δείχνουν πως η απαξίωση προκαλεί αμυντικότητα και διαρρηγνύει την εμπιστοσύνη. Αν κάτι είναι «τίποτα» για εμάς αλλά «κάτι μεγάλο» για τον άλλον, η διαφορά αυτή αξίζει σεβασμό.

«Έτσι είμαι εγώ»

Πίσω από αυτή τη φράση κρύβεται μια άρνηση αλλαγής. Η συναισθηματική νοημοσύνη όμως απαιτεί ευελιξία. Κανείς δεν γεννιέται έτοιμος. Το να παραδεχτείς ότι δυσκολεύεσαι και να δείξεις προθυμία να εξελιχθείς είναι ένδειξη ωριμότητας — όχι αδυναμίας.

«Υπερβάλλεις»

Η υπερβολή είναι σχετική. Κι όταν κάποιος μάς τη χρεώνει, μπορεί απλώς να μην έχει τη συναισθηματική ικανότητα να συλλάβει την έντασή μας. Το να χαρακτηρίζεις το συναίσθημα του άλλου ως «υπερβολή» είναι σαν να του λες «δεν έχεις δικαίωμα να νιώθεις έτσι».

«Έκανα πλάκα»

Το χιούμορ είναι υπέροχο — όταν ενώνει. Όταν όμως πληγώνει και μετά δικαιολογείται με τη φράση «δεν το εννοούσα», γίνεται αμυντικός μηχανισμός. Οι άνθρωποι με υψηλό EQ μπορούν να κάνουν χιούμορ, χωρίς να κρύβουν πίσω από αυτό τη δυσκολία τους να αγγίξουν την αλήθεια.