Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) μπορεί να μειώσει την ανάγκη για σωματικά απαιτητικές εργασίες, αλλά θα μπορούσε επίσης να διαβρώσει την ικανοποίηση από την εργασία, να εντείνει το γνωστικό φορτίο και να ενισχύσει το άγχος.

Το Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής διενήργησε σχετική έρευνα στη Γερμανία, με τον ευρωπαϊκό οργανισμό να σημειώνει πως υπάρχει μεγάλη ανάγκη επέκτασης των σημερινών συζητήσεων πέρα από τον αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης στην απασχόληση, την παραγωγικότητα και τους μισθούς.

Καθώς οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες αγωνίζονται να ενσωματώσουν την τεχνητή νοημοσύνη στον χώρο εργασίας, έχει ανακύψει ένα κρίσιμο πολιτικό ερώτημα: πώς θα επηρεάσει αυτό το νέο κύμα αυτοματισμού την ευημερία των εργαζομένων;

Ενώ μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής και πολιτικής συζήτησης έχει επικεντρωθεί στις επιπτώσεις στην απασχόληση και την παραγωγικότητα, υπάρχει μια αυξανόμενη ανησυχία για την ποιότητα της ίδιας της εργασίας.

Οι σχετικοί κίνδυνοι βρίσκονται ολοένα και περισσότερο στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και των πρόσφατων πολιτικών προτάσεων – συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη διαχείριση της AI και την προστασία των εργαζομένων.

Ευρήματα καταδεικνύουν πως η AI αναδιαμορφώνει τη μακροοικονομική παραγωγικότητα, αλλοιώνοντας τη δομή της απασχόλησης και δημιουργώντας εντάσεις μεταξύ καινοτομίας και ρύθμισης.

Αλλά αυτό που παραμένει λιγότερο κατανοητό είναι το πώς η τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζει τις καθημερινές προσωπικές εμπειρίες των εργαζομένων – την υγεία τους, την ικανοποίηση από την εργασία τους και την ψυχολογική τους ευεξία.

Το κεντρικό εύρημα της έρευνας που διενεργήθηκε στη Γερμανία είναι συγκρατημένα αισιόδοξο: μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η έκθεση στην τεχνητή νοημοσύνη έχει βλάψει την ψυχική υγεία ή την υποκειμενική ευεξία των εργαζομένων. Στην πραγματικότητα, παρατηρήθηκαν μικρές βελτιώσεις στην σωματική υγεία και την ικανοποίηση από την υγεία.

Αλλά αυτή η εικόνα άλλαξε όταν εξετάστηκε η χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης στον χώρο εργασίας. Στο εν λόγω πεδίο διαπιστώθηκε μια μέτρια αλλά συνεπή μείωση στην ικανοποίηση από τη ζωή και την εργασία, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο οι εργαζόμενοι βιώνουν την τεχνητή νοημοσύνη είναι εξίσου σημαντικός με τις εργασίες που αυτοματοποιεί.

Στο επίκεντρο η ποιότητα της εργασίας

Μέσω πλειάδας μελετών έχει τεκμηριωθεί ο οικονομικός αντίκτυπος της τεχνητής νοημοσύνης – από την πόλωση της αγοράς εργασίας έως τις μεταβολές της παραγωγικότητας ανά τομέα. Δείχνουν ότι η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης ποικίλλει σημαντικά μεταξύ επαγγελμάτων και γεωγραφικών περιοχών.

Καταδεικνύουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να εκτοπίσει ορισμένους ρόλους ενώ παράλληλα να δημιουργήσει άλλους. Αλλά, όπως υποστηρίζουν οι μελέτες, η τεχνολογική αλλαγή έχει επίσης βαθιές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία – διαστάσεις που συχνά απουσιάζουν από τα μακροοικονομικά μοντέλα.

Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να διαφέρει από τα προηγούμενα κύματα αυτοματισμού. Ενώ τα βιομηχανικά ρομπότ αντικατέστησαν τις χειροκίνητες εργασίες ρουτίνας, η τεχνητή νοημοσύνη στοχεύει σε γνωστικές και επικοινωνιακές λειτουργίες.

Μπορεί να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να μειώσει τις κουραστικές εργασίες, αλλά μπορεί επίσης να υπονομεύσει την αυτονομία στον χώρο εργασίας ή να αυξήσει τις γνωστικές απαιτήσεις. Το πώς αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν την ευημερία των εργαζομένων είναι ένα ζήτημα που αξίζει περισσότερης προσοχής.

Η μετάβαση στην τεχνητή νοημοσύνη βρίσκεται σε εξέλιξη – αλλά οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της παραμένουν αβέβαιες. Τα πρώτα στοιχεία από τη Γερμανία υποδηλώνουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να ενσωματωθεί στον χώρο εργασίας χωρίς να βλάψει την ευημερία των εργαζομένων και μπορεί ακόμη και να μειώσει την ένταση της σωματικής εργασίας.

Αλλά η υποκειμενική εμπειρία έχει σημασία. Εάν οι εργαζόμενοι αισθάνονται καταβεβλημένοι, χωρίς δεξιότητες ή υπό επιτήρηση, το ψυχολογικό κόστος της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να εμφανιστεί πολύ πριν από το οικονομικό.

Καθώς η παγκόσμια πολιτική ατζέντα για την τεχνητή Νοημοσύνη εξελίσσεται -από την ιδιωτικότητα και τον ανταγωνισμό έως τις δεξιότητες και τη φορολογία- η εργασία και η ευημερία δεν πρέπει να περνούν στο περιθώριο.

Όπως και με τις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις, δεν είναι η ίδια η τεχνολογία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται, διέπεται και βιώνεται που θα διαμορφώσει την κληρονομιά της.

Η πολιτική ευθύνη

Τα ευρήματα του Κέντρου Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής υπογραμμίζουν, πρώτον, την ανάγκη επέκτασης της συζήτησης πέρα από την απασχόληση και τους μισθούς.

Εάν η τεχνητή νοημοσύνη μετασχηματίζει την εργασία με τρόπους που επηρεάζουν το άγχος, την αυτονομία, τον σκοπό ή την υγεία, αυτές οι διαστάσεις πρέπει να καταστούν κεντρικές στην πολιτική τεχνολογίας και τη ρύθμιση της εργασίας.

Η ποιότητα της εργασίας περιλαμβάνει όχι μόνο το εισόδημα αλλά και τον χρόνο εργασίας, την ασφάλιση και την ευημερία.

Δεύτερον, τα στοιχεία από τη Γερμανία ενισχύουν την ιδέα ότι οι θεσμοί έχουν σημασία. Τα συμβούλια εργασίας, η συναπόφαση και η προστασία της απασχόλησης μπορεί να έχουν βοηθήσει τη Γερμανία να ενσωματώσει την τεχνητή νοημοσύνη πιο ομαλά, με λιγότερο ψυχολογικό κόστος για τους εργαζόμενους.

Οι χώρες χωρίς τέτοιους θεσμούς μπορεί να χρειαστεί να διερευνήσουν εναλλακτικές διασφαλίσεις – είτε μέσω ρύθμισης, συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε προτύπων ηθικού σχεδιασμού.

Τρίτον, ενώ οι φόβοι για μαζική απώλεια θέσεων εργασίας μπορεί να είναι υπερβολικοί, οι ανησυχίες για την υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας είναι πραγματικές και ήδη παρατηρήσιμες.

Υπ’ αυτήν την έννοια, οι πολιτικές που επικεντρώνονται στενά στην επανεκπαίδευση ή την αντιστοίχιση θέσεων εργασίας μπορεί να μην αντιλαμβάνονται τις ευρύτερες ανθρώπινες επιπτώσεις της ενσωμάτωσης της τεχνητής νοημοσύνης.

Τέλος, χρειαζόμαστε καλύτερα δεδομένα. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για πιο εμπλουτισμένες έρευνες σε επίπεδο εργασίας και δείκτες σε πραγματικό χρόνο για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και τα αποτελέσματα των εργαζομένων.

* Από τον Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο