Ζούμε σε μια εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς ένα εργαλείο, αλλά ένας συνεχής συνομιλητής. Από το ChatGPT μέχρι το Claude και το Gemini, οι εφαρμογές αυτές μπαίνουν όλο και πιο βαθιά στην καθημερινότητά μας: οργανώνουν τις ζωές μας, μάς συμβουλεύουν, μάς καθησυχάζουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, παίζουν ακόμη και τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή. Και όσο μεγαλώνει η εξοικείωσή μας μαζί τους, τόσο λιγότερο αμφισβητούμε τις απαντήσεις τους.
Η σχέση αυτή, όμως, δεν είναι χωρίς κόστος. Όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες, η συνεχής χρήση τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να ενισχύσει γνωστικές αδράνειες, να περιορίσει την κριτική σκέψη και να μειώσει την ικανότητά μας να μαθαίνουμε. Δεν πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά για ένα υπαρκτό ψυχολογικό και νοητικό τίμημα, που αρχίζουμε μόλις τώρα να κατανοούμε.
Μας κάνει η τεχνητή νοημοσύνη ανόητους;
Το να έχει κανείς απεριόριστη πρόσβαση στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) θα μπορούσε σίγουρα να ελαφρύνει το νοητικό βάρος. Όμως, όπως δείχνει μια πρόσφατη μελέτη του MIT, αυτή η βοήθεια μπορεί να έχει κόστος.
Σε μια σειρά συνεδριών συγγραφής εκθέσεων, φοιτητές που δούλευαν με (και χωρίς) το ChatGPT είχαν συνδεθεί με ηλεκτροεγκεφαλογράφο (EEG), ώστε να καταγράφεται η εγκεφαλική τους δραστηριότητα. Σε γενικές γραμμές, οι χρήστες του AI εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερη νευρική δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη δημιουργικότητα και την προσοχή. Όσοι φοιτητές συνεργάστηκαν με το chatbot, δυσκολεύτηκαν επίσης περισσότερο να παραθέσουν με ακρίβεια ένα απόσπασμα από το ίδιο τους το κείμενο.

Δεν πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά για ένα υπαρκτό ψυχολογικό και νοητικό τίμημα, που αρχίζουμε μόλις τώρα να κατανοούμε.
Τα ευρήματα ενισχύουν ένα αυξανόμενο ρεύμα ερευνών που υποδεικνύουν ότι η χρήση AI ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη μάθηση και τη δημιουργικότητα. Η βασική ερώτηση είναι αν τα εντυπωσιακά βραχυπρόθεσμα οφέλη της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης συνοδεύονται από ένα μακροπρόθεσμο πνευματικό χρέος.
Η μελέτη του MIT έρχεται να συμπληρώσει δύο άλλες γνωστές έρευνες για τη σχέση της τεχνητής νοημοσύνης με την κριτική σκέψη. Η πρώτη, από τη Microsoft Research, παρακολούθησε 319 εργαζομένους γνώσης που χρησιμοποιούσαν AI τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Οι συμμετέχοντες περιέγραψαν πάνω από 900 εργασίες – από σύνοψη εγγράφων έως σχεδιασμό καμπάνιας. Μόνο 555 από αυτές θεωρήθηκαν ότι απαιτούσαν κριτική σκέψη, όπως ο έλεγχος μιας απάντησης του AI πριν σταλεί σε πελάτη ή η επαναδιατύπωση μιας εντολής. Οι υπόλοιπες κρίθηκαν ουσιαστικά «μηχανικές». Συνολικά, η πλειοψηφία ανέφερε ότι η χρήση AI απαιτούσε λιγότερη ή πολύ λιγότερη πνευματική προσπάθεια από την εκτέλεση των ίδιων εργασιών χωρίς AI.
«Γνωστική τσιγκουνιά»
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανάθεση διανοητικών εργασιών σε μηχανές μειώνει τη φυσική ικανότητα σκέψης, λέει ο Evan Risko, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Waterloo. Μαζί με τον Sam Gilbert, επινόησαν τον όρο «νοητική ανάθεση» (cognitive offloading) για να περιγράψουν την τάση να φορτώνουμε αλλού δύσκολες ή βαρετές πνευματικές εργασίες.
Το πρόβλημα, λέει ο Risko στον Economist, είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη μας επιτρέπει να «αναθέτουμε ένα πολύ πιο σύνθετο φάσμα διεργασιών». Άλλο να αναθέτεις αριθμητικούς υπολογισμούς και άλλο να αναθέτεις σκέψη, συγγραφή ή επίλυση προβλημάτων. Μόλις ο εγκέφαλος μάθει την ευκολία της ανάθεσης, δύσκολα ξεσυνηθίζει. Η τάση να επιλέγουμε τη λιγότερο κοπιαστική λύση – γνωστή ως «γνωστική τσιγκουνιά» – μπορεί να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο: όσο λιγότερο σκεφτόμαστε, τόσο πιο δυσκίνητος γίνεται ο εγκέφαλος. Ένας συμμετέχων στη μελέτη του Gerlich είπε: «Έχω εξαρτηθεί τόσο από το AI που δεν νομίζω ότι μπορώ να λύσω κάποια προβλήματα μόνος μου».

Όσο λιγότερο σκεφτόμαστε, τόσο πιο δυσκίνητος γίνεται ο εγκέφαλος
Κάνοντας off στον εγκέφαλο
Mια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Harvard Business Review περιλαμβάνει στις πιο σημαντικές χρήσεις της τεχνητής νοημοσύνης για το 2025 τον ρόλο της ως συναισθηματικού υποστηρικτή. Πέρα από τη συγγραφή κειμένων ή την αυτοματοποίηση εργασιών, τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνται ήδη ως θεραπευτές, για την οργάνωση της ζωής μας ή ακόμη και για να μας βοηθήσουν να ξεκαθαρίσουμε τον σκοπό της ύπαρξής μας. Και αυτό είναι μόνο η αρχή.
Όπως είχε προβλέψει από το 2017 η Δρ. Σίλβια Λεάλ, ειδικός στην τεχνολογία και σύμβουλος του ΟΟΣΑ αναφέρει στην El Pais: «Θα μιλάμε περισσότερο με chatbots ή εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης παρά με τους συντρόφους μας».
Σήμερα, πράγματι, πολλοί άνθρωποι περνούν περισσότερο χρόνο με εργαλεία ή συσκευές που βασίζονται στην ΤΝ απ’ ό,τι με άλλους ανθρώπους.
πηγή in.gr