Η συζήτηση για το τι σημαίνει πραγματικά παχυσαρκία αποκτά νέο περιεχόμενο. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση στο JAMA Network Open, η εφαρμογή ενός αναθεωρημένου διαγνωστικού πλαισίου που αξιολογεί το σωματικό λίπος και την κατανομή του (πέρα από τον παραδοσιακό δείκτη μάζας σώματος) αυξάνει θεαματικά τα ποσοστά παχυσαρκίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αλλαγή αυτή αποτυπώνει μια ευρύτερη επιστημονική στροφή: από την απλή μέτρηση κιλών προς την ουσιαστική αξιολόγηση του μεταβολικού κινδύνου.

Τον Ιανουάριο, η Επιτροπή Διαβήτη και Ενδοκρινολογίας του Lancet πρότεινε την αναθεώρηση του τρόπου διάγνωσης της παχυσαρκίας, επισημαίνοντας ότι ο ΔΜΣ δεν αποτελεί αξιόπιστο μέτρο και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Μια νέα μελέτη από ερευνητές του Mass General Brigham δείχνει ότι η εφαρμογή των νέων κριτηρίων, τα οποία ενσωματώνουν πρόσθετες μετρήσεις όπως η περιφέρεια μέσης ή η αναλογία μέσης-ύψους, αύξησε τα ποσοστά παχυσαρκίας από περίπου 40% σε 70% σε έναν πληθυσμό άνω των 300.000 συμμετεχόντων. Η αύξηση ήταν ακόμη πιο έντονη στους ηλικιωμένους.

«Ήδη θεωρούσαμε ότι αντιμετωπίζουμε μια επιδημία παχυσαρκίας, αλλά αυτό είναι εντυπωσιακό», δήλωσε η δρ. Λίντσεϊ Φούρμαν, ενδοκρινολόγος στη Μονάδα Μεταβολισμού του Mass General Brigham και συν-συγγραφέας της μελέτης. «Με πιθανόν το 70% του ενήλικου πληθυσμού να θεωρείται ότι έχει υπερβολικό λίπος, χρειάζεται να κατανοήσουμε καλύτερα ποιες θεραπευτικές προσεγγίσεις πρέπει να προτεραιοποιηθούν».

Πέρα από τον ΔΜΣ: Τι αλλάζει

Μέχρι σήμερα, η παχυσαρκία ορίζεται με βάση τον ΔΜΣ, μια τιμή που προκύπτει από τη μάζα (βάρος) και το ύψος ενός ατόμου. Ωστόσο, άλλες μετρήσεις, όπως η περιφέρεια μέσης ή η αναλογία μέσης-γοφών, μπορούν να παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την κατανομή του λίπους και να βοηθήσουν στη διάκριση μεταξύ μυϊκής και λιπώδους μάζας.

Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, ένα άτομο ταξινομείται ως παχύσαρκο εάν έχει υψηλό ΔΜΣ και τουλάχιστον μία αυξημένη ανθρωπομετρική μέτρηση («ΔΜΣ-συν-ανθρωπομετρική παχυσαρκία») ή εάν έχει φυσιολογικό ΔΜΣ αλλά τουλάχιστον δύο αυξημένες ανθρωπομετρικές μετρήσεις («αποκλειστικά ανθρωπομετρική παχυσαρκία»). Ο ορισμός αυτός διακρίνει επίσης μεταξύ προκλινικής και κλινικής παχυσαρκίας, με τη δεύτερη να ορίζεται ως παρουσία σωματικής αναπηρίας ή δυσλειτουργίας οργάνων που σχετίζεται με την πάθηση.

Τουλάχιστον 76 επιστημονικοί οργανισμοί, μεταξύ των οποίων η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία και η Αμερικανική Εταιρεία Παχυσαρκίας, έχουν εγκρίνει τις νέες κατευθυντήριες οδηγίες.

Τα νέα δεδομένα για την παχυσαρκία

Η μελέτη ανέλυσε στοιχεία από το πρόγραμμα All of Us Research των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, με περισσότερους από 300.000 συμμετέχοντες. Με βάση τον νέο ορισμό, η επικράτηση της παχυσαρκίας ανήλθε σε 68,6%, σε σύγκριση με 42,9% σύμφωνα με τον παραδοσιακό ορισμό που βασίζεται μόνο στον ΔΜΣ.

Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ένταξη ατόμων με «αποκλειστικά ανθρωπομετρική παχυσαρκία», δηλαδή ατόμων με φυσιολογικό ΔΜΣ αλλά με υπερβολική συσσώρευση λίπους, ιδιαίτερα στην κοιλιακή περιοχή. Τα ποσοστά παχυσαρκίας διέφεραν ανά φύλο, φυλή και, κυρίως, ηλικία, επηρεάζοντας σχεδόν το 80% των ενηλίκων άνω των 70 ετών.

Σημαντικό είναι επίσης ότι τα άτομα αυτής της κατηγορίας (τα οποία μέχρι πρότινος δεν θεωρούνταν παχύσαρκα) εμφάνιζαν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη, καρδιαγγειακών νοσημάτων και πρόωρης θνησιμότητας. Περίπου οι μισοί από όσους πληρούσαν τα νέα κριτήρια παρουσίαζαν «κλινική παχυσαρκία».

«Έχουμε αναγνωρίσει τους περιορισμούς του ΔΜΣ ως μοναδικού δείκτη παχυσαρκίας, γιατί δεν λαμβάνει υπόψη την κατανομή του σωματικού λίπους», εξηγεί ο δρ. Στίβεν Γκρίνσπουν, επικεφαλής της Μονάδας Μεταβολισμού στο Mass General Brigham. «Το γεγονός ότι η νέα ομάδα ατόμων, που πλέον θεωρούνται παχύσαρκοι ενώ προηγουμένως όχι, εμφανίζει αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και διαβήτη, θέτει σημαντικά ερωτήματα για τη χρήση φαρμάκων και άλλων θεραπειών κατά της παχυσαρκίας».

Η ουσία πίσω από τους αριθμούς

Η νέα προσέγγιση δεν αλλάζει μόνο τον τρόπο που μετράμε το βάρος, αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την υγεία. Όπως τονίζει η δρ. Φούρμαν, «η αναγνώριση του υπερβολικού σωματικού λίπους είναι πολύ σημαντική, καθώς διαπιστώνουμε ότι ακόμη και άτομα με φυσιολογικό ΔΜΣ αλλά με συσσώρευση κοιλιακού λίπους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για την υγεία. Η σύνθεση του σώματος έχει σημασία, δεν αρκεί μόνο ο αριθμός που δείχνει η ζυγαριά».