Τα ευρέως χρησιμοποιούμενα εργαλεία εκτίμησης καρδιαγγειακού κινδύνου ενδέχεται να αφήνουν εκτός προληπτικού ελέγχου σχεδόν τους μισούς ανθρώπους που κινδυνεύουν περισσότερο να υποστούν καρδιακό επεισόδιο. Αυτό είναι το ανησυχητικό μήνυμα νέας μελέτης του Mount Sinai, η οποία δημοσιεύθηκε στο JACC: Advances και αναδεικνύει ένα σοβαρό κενό στη σημερινή καρδιολογική πρακτική. Κι αυτό είναι πολύ σοβαρό αν αναλογιστεί κανείς ότι η καρδιοπάθεια κοστίζει παγκοσμίως τις περισσότερες ζωές από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια.

Οι ερευνητές εξέτασαν δύο εργαλεία: τον κλασικό δείκτη κινδύνου για αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο (ASCVD) και το πιο σύγχρονο PREVENT, που ενσωματώνει επιπλέον μεταβλητές και λαμβάνει υπόψη συμπτώματα. Ωστόσο, όπως φαίνεται, ακόμη και το νεότερο εργαλείο δεν αποδίδει καλύτερα στον εντοπισμό των ανθρώπων που πρόκειται άμεσα να παρουσιάσουν καρδιακό επεισόδιο.

«Τα εργαλεία εκτίμησης κινδύνου σε επίπεδο πληθυσμού δεν αντικατοπτρίζουν πάντα τον πραγματικό κίνδυνο ενός μεμονωμένου ασθενούς», εξηγεί ο δρ. Αμίρ Αχμάντι, κύριος συγγραφέας της μελέτης και Κλινικός Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας στο Ιcahn School of Medicine στο Mount Sinai.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, αν οι ασθενείς που τελικά υπέστησαν καρδιακή προσβολή είχαν εξεταστεί μόλις δύο ημέρες νωρίτερα, σχεδόν οι μισοί δεν θα είχαν παραπεμφθεί για περαιτέρω εξετάσεις ή προληπτική θεραπεία με βάση τις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες. Ακόμη, το ποσοστό των «χαμένων» περιστατικών φτάνει το 61% όταν η εκτίμηση γίνεται με το PREVENT.

Στην πρωτοβάθμια φροντίδα, οι γιατροί χρησιμοποιούν το ASCVD για να υπολογίσουν τον 10ετή κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού σε άτομα 40–75 ετών χωρίς γνωστή καρδιοπάθεια. Η εκτίμηση βασίζεται σε ηλικία, φύλο, φυλή, αρτηριακή πίεση, χοληστερίνη, διαβήτη και κάπνισμα. Αντίστοιχα, το PREVENT επιχειρεί μια πιο εκτενή αποτίμηση ενσωματώνοντας και την παρουσία συμπτωμάτων.

Οι βαθμολογίες αυτές καθοδηγούν αποφάσεις για προληπτικές παρεμβάσεις, όπως η χορήγηση στατινών ή η παραπομπή για επιπλέον εξετάσεις. Ωστόσο, τα νέα δεδομένα δείχνουν ότι η προσεκτική εκτίμηση του κινδύνου δεν εξασφαλίζει ότι οι άνθρωποι με πραγματικά αυξημένο κίνδυνο θα εντοπιστούν εγκαίρως.

Τι αποκάλυψε η μελέτη

Η ανάλυση αφορούσε 474 ασθενείς κάτω των 66 ετών χωρίς γνωστή στεφανιαία νόσο, οι οποίοι νοσηλεύθηκαν στο Mount Sinai μεταξύ Ιανουαρίου 2020 και Ιουλίου 2025 λόγω της πρώτης τους καρδιακής προσβολής.

Οι ερευνητές συνέλεξαν δημογραφικά στοιχεία, ιστορικό υγείας, επίπεδα χοληστερίνης και αρτηριακής πίεσης, καθώς και τον χρόνο εμφάνισης συμπτωμάτων. Για κάθε ασθενή υπολογίστηκε ο 10ετής κίνδυνος ASCVD δύο ημέρες πριν από το συμβάν και έγινε προσομοίωση ταξινόμησης σε τέσσερις κατηγορίες: χαμηλό, οριακό, ενδιάμεσο και υψηλό κίνδυνο.

Τα αποτελέσματα

  • 45% των ασθενών δεν θα είχαν λάβει καμία σύσταση για προληπτική θεραπεία σύμφωνα με το ASCVD.

  • 61% των ασθενών δεν θα είχαν εντοπιστεί ως αυξημένου κινδύνου με βάση το PREVENT.

  • 60% δεν παρουσίασαν κανένα σύμπτωμα – όπως πόνο στο στήθος ή δύσπνοια – μέχρι και 48 ώρες πριν από το επεισόδιο.

Με άλλα λόγια, οι περισσότεροι ασθενείς δεν «προειδοποιούνται» από το σώμα τους, ενώ οι βαθμολογίες κινδύνου συχνά δίνουν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας.

Γιατί είναι τόσο επικίνδυνη η σιωπηλή καρδιοπάθεια

  • Καθυστερημένη διάγνωση: Λόγω της απουσίας συμπτωμάτων, η πάθηση δεν διαγιγνώσκεται έγκαιρα.
  • Αυξημένος κίνδυνος επιπλοκών: Η έλλειψη έγκαιρης θεραπείας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές.

Γιατί έχει σημασία

«Η απουσία συμπτωμάτων και μια χαμηλή βαθμολογία κινδύνου δεν εγγυώνται ασφάλεια», τονίζει η κύρια συγγραφέας δρ. Άννα Μιούλερ. Σύμφωνα με την ίδια, το πρόβλημα δεν είναι ότι τα εργαλεία δεν λειτουργούν — αλλά ότι σχεδιάστηκαν για μεγάλους πληθυσμούς και όχι για την εξατομικευμένη φροντίδα ενός συγκεκριμένου ασθενούς.

Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη να μετακινηθεί το ενδιαφέρον από την ανίχνευση συμπτωματικής νόσου προς τον εντοπισμό της ίδιας της αθηρωματικής πλάκας, πριν εξελιχθεί σε επείγον περιστατικό. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ενδεχομένως ευρύτερη χρήση καρδιαγγειακής απεικόνισης ή πιο εξατομικευμένες στρατηγικές πρόληψη.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες ώστε να προσδιοριστούν καλύτερα τα όρια και οι δυνατότητες των σημερινών εργαλείων εκτίμησης κινδύνου. Το ζητούμενο είναι νέες, πιο ακριβείς στρατηγικές που να εντοπίζουν εγκαίρως τη σιωπηλή καρδιοπάθεια, προτού γίνει απειλητική για τη ζωή.