Η μεσογειακή διατροφή που είναι πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής άλεσης, όσπρια, ψάρια και ελαιόλαδο, συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου των ατόμων που είχαν διαγνωστεί στο παρελθόν με καρκίνο, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα για 779 Ιταλούς ενήλικες με ιστορικό καρκίνου που συμμετείχαν στη μακροχρόνια μελέτη Moli-sani στη νότια Ιταλία. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για περίπου 14 χρόνια.
Στην αρχή της μελέτης, οι επιστήμονες αξιολόγησαν την υγεία των συμμετεχόντων χρησιμοποιώντας το Life’s Simple 7 (LS7), ένα σκορ που ανέπτυξε η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία για να μετρά την καρδιαγγειακή υγεία. Το σκορ συνδυάζει 7 τροποποιήσιμους παράγοντες του τρόπου ζωής: κάπνισμα, σωματική δραστηριότητα, διατροφή, δείκτης μάζας σώματος, αρτηριακή πίεση, ολική χοληστερόλη και γλυκόζη στο αίμα.
Στο Life’s Simple 7, η διατροφή αξιολογείται με βάση ευρείες κατευθυντήριες γραμμές υγιεινής διατροφής, όπως η κατανάλωση πολλών φρούτων και λαχανικών, η επιλογή τροφών πλούσιων σε φυτικές ίνες, η ένταξη ψαριών στο εβδομαδιαίο και ο περιορισμός του αλατιού και των ροφημάτων με ζάχαρη.
Κατά την περίοδο παρακολούθησης, 269 συμμετέχοντες απεβίωσαν. Από αυτούς, οι 141 θάνατοι οφείλονταν στον καρκίνο, οι 67 σε καρδιοπάθεια και οι 54 σε άλλες αιτίες, όπως αναπνευστικά, αγγειακά και νευροεκφυλιστικά νοσήματα.
Όταν οι ερευνητές αντικατέστησαν το γενικό μέτρο διατροφής LS7 με έναν δείκτη που αποτύπωνε πόσο κοντά ακολουθούσαν οι συμμετέχοντες τη μεσογειακή διατροφή, τα οφέλη έγιναν πιο ξεκάθαρα.
Εκείνοι των οποίων οι διατροφές θύμιζαν περισσότερο το πρότυπο της μεσογειακής, είχαν περίπου 15% έως 20% λιγότερη πιθανότητα να πεθάνουν κατά τη διάρκεια της μελέτης, ανάλογα με την αιτία.
Η μεσογειακή διατροφή έχει στο παρελθόν συνδεθεί με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιοπαθειών και πρόωρου θανάτου στον γενικό πληθυσμό. Η νέα μελέτη υποδεικνύει ότι τα οφέλη της μπορεί να επεκτείνονται και σε άτομα που ζουν με ή μετά τον καρκίνο.
Γενικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η συνολική καρδιαγγειακή υγεία – μετρημένη χρησιμοποιώντας τον πλήρη δείκτη LS7 – συνδέεται ισχυρά με την επιβίωση μετά τον καρκίνο.
Οι συμμετέχοντες με «ιδανική» καρδιαγγειακή υγεία, είχαν 38% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία σε σύγκριση με εκείνους με «κακή» καρδιαγγειακή υγεία.
Η ανάλυση έδειξε επίσης μια κλιμακωτή σχέση. Κάθε αύξηση 1 μονάδας στον δείκτη LS7 συνδεόταν με 10% μείωση στη θνησιμότητα από καρκίνο.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι ένας δείκτης βασισμένος σε παραδοσιακούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, που έχει ήδη επικυρωθεί στον γενικό πληθυσμό, μπορεί επίσης να προβλέψει καλύτερη επιβίωση σε άτομα με ιστορικό καρκίνου», δήλωσε η Marialaura Bonaccio, πρώτη συγγραφέας της μελέτης και ερευνήτρια στην Μονάδα Επιδημιολογίας και Πρόληψης του IRCCS Neuromed.
Τα ευρήματα υποστηρίζουν την ιδέα ότι ο καρκίνος και οι καρδιαγγειακές παθήσεις μοιράζονται κοινούς βιολογικούς μηχανισμούς.
Ωστόσο, οι συγγραφείς τονίζουν ότι τα ευρήματα δεν αποδεικνύουν αιτία και αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι τα αποτελέσματα ενισχύουν τη σημασία της διατροφής και άλλων υγιεινών συνηθειών – όπως η σωματική άσκηση, η αποφυγή του καπνίσματος και ο έλεγχος του βάρους – στη μακροχρόνια φροντίδα των επιζώντων από καρκίνο.
