Η αγάπη βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος από την αρχή του ανθρώπινου γένους. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει υπάρξει σημαντική πηγή έμπνευσης για ζωγράφους, ποιητές, συγγραφείς και άλλους καλλιτέχνες. Σχετικά πρόσφατα (από τις αρχές του 20ού αιώνα), η αγάπη έχει γίνει αντικείμενο μελέτης και των επιστημόνων, με τους ψυχολόγους και τους κοινωνικούς επιστήμονες να έχουν ασχοληθεί αρκετά με τη σχετική έρευνα. Ο κύριος όγκος της έρευνας παλαιότερα εστιαζόταν στον γάμο, γεγονός που αντανακλούσε και τη σημασία που αυτός είχε για την κοινωνία του προηγούμενου αιώνα. Σιγά-σιγά όμως το ενδιαφέρον της έρευνας μετατοπίστηκε από τον γάμο στην αγάπη και τον έρωτα, σε μια προσπάθεια να απαντηθεί επιτέλους το ερώτημα πώς και γιατί οι άνθρωποι ερωτευόμαστε και επιλέγουμε έναν συγκεκριμένο σύντροφο. Παρ’ όλα αυτά, το θέμα ερευνούσαν κυρίως ψυχολόγοι και όχι νευροεπιστήμονες, αφού επικρατούσε ευρέως η αντίληψη ότι ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να προσεγγιστεί μελετώντας τη δραστηριότητα του εγκεφάλου και στο οποίο δεν παίζουν ρόλο βιολογικοί ή γενετικοί παράγοντες (όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το ζευγάρωμα στα ζώα). Ωστόσο, η έρευνα μας έδειξε ότι όλα τα συναισθήματα έχουν τη νευρολογική τους εξήγηση και ότι η αγάπη ή ο έρωτας δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτό. Τελευταία, μάλιστα, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, όπως η μαγνητική τομογραφία ή οι ορμονολογικές εξετάσεις, για να αποτυπώσουν το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο ενός ερωτευμένου ανθρώπου. Πόσο κρατάει ο έρωτας;Έχει πολλές φορές ειπωθεί ότι οι εξελικτικοί μηχανισμοί μάς ωθούν να επιλέξουμε για σύντροφο εκείνον με τον οποίο θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε τους «καλύτερους» απογόνους. Ο έρωτας αποτελεί πιθανώς το μέσο με το οποίο θα συνδεθεί ένα ζευγάρι ώστε να φέρει στον κόσμο απογόνους και σύμφωνα με τους ερευνητές χρειάζεται να κρατάει αρκετά, τουλάχιστον τόσο όσο είναι απαραίτητο ώστε να μεγαλώσουν σε ικανοποιητικό βαθμό οι απόγονοι του ζευγαριού. Μάλιστα φαίνεται ότι ανάλογα με το είδος (των ζώων) αυτό το ερωτικό δέσιμο μπορεί να διαρκεί πολύ ή λιγότερο, κάτι που εξαρτάται από το πόσος χρόνος χρειάζεται για να μεγαλώσουν επαρκώς οι απόγονοι. Όσον αφορά, βέβαια, τους ανθρώπους, υπάρχουν συγκεκριμένες έρευνες που έχουν δείξει ότι πολλά διαζύγια συμβαίνουν στον 4ο χρόνο του γάμου και οι επιστήμονες το αποδίδουν στο γεγονός ότι στους ανθρώπους οι απόγονοι έχουν απόλυτη ανάγκη από τη συστηματική φροντίδα και των δύο γονιών τους, τουλάχιστον μέχρι τα τέσσερά τους χρόνια. Ίσως, λοιπόν, οι άνθρωποι να μη διαφέρουν πολύ από τα υπόλοιπα θηλαστικά, απλώς το διάστημα που χρειάζονται οι απόγονοί τους για να ανεξαρτητοποιηθούν είναι μεγαλύτερο από ό,τι σε άλλα είδη. Έτσι, οι άνθρωποι επενδύουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στη σχέση με τον σύντροφο που έκαναν το παιδί. Η σχετική έρευνα μάλιστα δείχνει ότι αυτή η περίοδος μπορεί να φτάνει και τα 7 χρόνια όταν το ζευγάρι έχει περισσότερα από ένα παιδιά να μεγαλώσει και αυτό γιατί χρειάζεται οι δύο γονείς να συνεργαστούν για περισσότερο διάστημα μέχρι να φτάσουν και τα δύο παιδιά σε μια ηλικία όπου δεν θα έχουν ανάγκη πια από την εντατική φροντίδα και των δύο γονιών τους.Πόσο μπορεί να διαρκέσει μια σχέση;Οι ειδικοί θεωρούν ότι οι σχέσεις έχουν 3 φάσεις:Η πρώτη φάση είναι ο έρωτας και χαρακτηρίζεται από ένταση και πάθος, τους δύο συντρόφους να αποκτούν όλο και περισσότερη οικειότητα και να δεσμεύονται σιγά-σιγά. Αυτή η φάση δεν κρατάει περισσότερο από 6 μήνες. Διακριτικό γνώρισμα του έρωτα σε αυτό το διάστημα είναι η ανυπομονησία, ο ενθουσιασμός, αλλά και στρες, που οφείλεται στην ανασφάλεια και μπορεί να προκαλέσει εναλλαγές στη διάθεση. Η δεύτερη φάση είναι η παθιασμένη αγάπη. Ξεκινάει μετά από μερικούς μήνες σχέσης και συνοδεύεται από συναισθήματα ασφάλειας, αγάπης και ηρεμίας. Το πάθος βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, ενώ η οικειότητα και η δέσμευση όσο πάνε και γίνονται εντονότερα. Το στρες μειώνεται.Η τρίτη φάση είναι η συντροφική αγάπη. Συνήθως η παθιασμένη αγάπη κρατάει αρκετό διάστημα (ίσως και χρόνια) πριν εξελιχθεί σε συντροφική αγάπη. Σε αυτό το στάδιο το πάθος έχει μειωθεί αισθητά, ενώ η οικειότητα και η δέσμευση βρίσκονται στο απόγειό τους. Πολλοί θεωρούν ότι η αγάπη σε αυτήν τη χρονική περίοδο μοιάζει πιο πολύ με τη φιλική αγάπη παρά με τον έρωτα.Φυσικά δεν φτάνουν όλες οι σχέσεις σε αυτήν τη φάση, πολλές τελειώνουν πολύ νωρίτερα. Τα 4 χρόνια που αναφέραμε παραπάνω ως το σκαλοπάτι μετά από το οποίο ξεκινούν πολλές φορές τα προβλήματα είναι συχνά ακριβώς η στιγμή που η παθιασμένη αγάπη πάει να γίνει συντροφική αγάπη και η σχέση δεν αντέχει αυτήν την αλλαγή. Καθώς η σχέση είναι ευάλωτη, αν υπάρχει θέμα και με την οικειότητα του ζευγαριού τη στιγμή που το πάθος φεύγει, τότε το μόνο που μένει είναι η δέσμευση, η οποία σε πολλούς δεν φτάνει. Οι ειδικοί περιγράφουν αυτό το συναίσθημα ως «άδεια αγάπη». Κάποιοι μπορεί να χωρίσουν σε αυτό το στάδιο, άλλοι να παραμείνουν μαζί γιατί η δέσμευση είναι γι’ αυτούς σημαντική και άλλοι να μην φτάσουν ποτέ σε αυτό το στάδιο, παραμένοντας πάντα στην παθιασμένη αγάπη, ακόμα και μετά από 20 χρόνια σχέσης για παράδειγμα. Οι ειδικοί δεν μπορούν να πουν ποιοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν σε ποιο στάδιο θα φτάσει ή θα σταματήσει μια σχέση.Η χημεία του έρωταΠολλές φορές, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την έλξη μεταξύ δύο ανθρώπων, λέμε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χημεία μεταξύ τους. Μπορεί να χρησιμοποιούμε τη λέξη «χημεία» μεταφορικά, όμως οι ειδικοί μάς διαβεβαιώνουν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει και κυριολεκτικά, αφού χημικές ουσίες που εκκρίνονται στον οργανισμό (ορμόνες, νευροδιαβιβαστές) φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των συναισθημάτων, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του ερωτικού. Ας δούμε, λοιπόν, ποιες είναι αυτές όσον αφορά τον έρωτα και με ποιον τρόπο μάς επηρεάζουν: Η ωκυτοκίνη Έχει αγχολυτική δράση και είναι γνωστή ως η ορμόνη της εμπιστοσύνης, γι’ αυτό και φαίνεται να παίζει καταλυτικό ρόλο στα πρώτα στάδια του έρωτα, αφού μας αποτρέπει από το να φοβόμαστε το άγνωστο, το νέο. Επιπλέον, φαίνεται να επιδρά και στις μακροχρόνιες σχέσεις μειώνοντας το στρες και το άγχος. Η ντοπαμίνη Η απελευθέρωσή της και η ενεργοποίηση του κυκλώματος ανταμοιβής του εγκεφάλου κάνει την εμπειρία του έρωτα μία ανταποδοτική εμπειρία. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το κύκλωμα ανταμοιβής ενεργοποιείται και σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα στον εθισμό. Με πολλούς τρόπους, η αγάπη και ο έρωτας μπορεί να μοιάζουν – να παρομοιαστούν με έναν εθισμό. Άλλωστε, τα ντοπαμινεργικά «μονοπάτια» που εμπλέκονται στον έρωτα και στη δημιουργία ζευγαριών είναι παρόμοια με εκείνα που «σχηματίζονται» κατά τη ανάπτυξη και την εγκατάσταση του εθισμού. Η σεροτονίνη Είναι μία άλλη ουσία που εμπλέκεται σαφώς στον έρωτα και το συναισθηματικό δέσιμο των ζευγαριών. Ο νευροδιαβιβαστής αυτός και οι εναλλαγές των επιπέδων του είναι γνωστό ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε διάφορες καταστάσεις, όπως η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η κατάθλιψη και η αγχώδης διαταραχή. Η αλήθεια είναι ότι τα αρχικά στάδια του έρωτα θυμίζουν την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και συμπεριλαμβάνουν άγχος, στρες και έμμονες ιδέες. Μάλιστα, έρευνες δείχνουν ότι 12 με 18 μήνες μετά την αρχή της σχέσης τα επίπεδα του εν λόγω νευροδιαβιβαστή ομαλοποιούνται, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή μετά τη θεραπεία. Η κορτιζόλη Θεωρείται ορμόνη που ευνοεί το συναισθηματικό δέσιμο στα ζευγάρια. Μάλιστα, σε έρευνα που έγινε σε ανθρώπους που είχαν ερωτευτεί τους τελευταίους 6 μήνες βρέθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα. Παράλληλα, παρατηρήθηκε και μεγάλη δραστηριότητα στον άξονα «υποθαλάμος-υπόφυση-επινεφρίδια». Για ένα χρονικό διάστημα 12- 24 μηνών δεν υπήρχε αντίστοιχη δραστηριότητα στον άξονα ούτε ήταν τόσο υψηλά τα επίπεδα της κορτιζόλης. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι εκτός από τα γνωστά συναισθήματα ευφορίας, που συνοδεύουν το πρώτο διάστημα μιας σχέσης, είναι υψηλά και τα επίπεδα του στρες και της ανασφάλειας, που σχετίζονται με την αρχή της σχέσης, γι’ αυτό και παρατηρούνται υψηλές τιμές κορτιζόλης. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε ότι οι μακροχρόνιες σχέσεις θεωρούνται «ευεργετικές» για την υγεία και αυτό συμβαίνει επειδή το στρες είναι μειωμένο και αυξημένη η ασφάλεια και η ευχαρίστηση, πράγμα που πιθανώς εξηγείται και από τα χαμηλά επίπεδα κορτιζόλης.Η τεστοστερόνη Η «ανδρική» ορμόνη, όπως συχνά αποκαλείται, σχετίζεται με την επιθετικότητα. Είναι όμως συνδεδεμένη και με τη σεξουαλική επιθυμία και τη στενή επαφή. Σίγουρα παίζει ρόλο στη δημιουργία μιας σχέσης και στο συναισθηματικό δέσιμο ενός ζευγαριού και ανιχνεύεται υψηλή στις γυναίκες και χαμηλή στους άνδρες στην αρχή της σχέσης. Οι διαφορές αυτές, ωστόσο, εξαλείφονται καθώς περνούν οι μήνες. Ακόμη, έχει επίσης φανεί ότι γενικά οι γυναίκες και οι άνδρες που έχουν μια σχέση διαθέτουν χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης από όσους και όσες είναι ελεύθεροι. Επίσης, οι γυναίκες που βρίσκονται σε μία σχέση εξ αποστάσεως (π.χ. επειδή ο σύντροφός τους είναι αναγκασμένος να δουλεύει μακριά τους) έχουν υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης (και πιθανώς και άλλων ορμονών) σε σχέση με τις γυναίκες που διαμένουν στην ίδια πόλη με τον σύντροφό τους. Στον εγκέφαλο των ερωτευμένωνΜέχρι τώρα έχουν γίνει περιορισμένες έρευνες με τη χρήση μαγνητικών τομογραφιών για τη διερεύνηση του ερωτευμένου μυαλού. Γενικά φαίνεται πάντως ότι στον έρωτα διεγείρονται τα κέντρα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ευχαρίστηση και την ανταμοιβή και ότι υπάρχουν συνέχεια υψηλές συγκεντρώσεις ντοπαμίνης. Συγκεκριμένα κέντρα του εγκεφάλου, όπως για παράδειγμα η αμυγδαλή, είναι σαν να απενεργοποιούνται. Αυτό που συμβαίνει με την αμυγδαλή εξηγείται ως εξής: Καθώς πρόκειται για ένα κέντρο που έχει σχέση με τον φόβο, κατά κάποιον τρόπο αδρανοποιείται, αφού αυτός πράγματι μειώνεται όταν βρισκόμαστε κοντά στον αγαπημένο μας. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο πρόσθιος φλοιός -που μας βοηθά να κρίνουμε και να καταλαβαίνουμε τον χαρακτήρα των άλλων- φαίνεται να τίθεται εκτός λειτουργίας, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει γιατί χάνουμε την αίσθηση της κρίσης όταν είμαστε ερωτευμένοι.Πώς ερωτεύονται οι γυναίκες και πώς οι άνδρεςΈνα πεδίο που έχει ερευνηθεί λίγο είναι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο ερωτεύονται τα δύο φύλα και πώς αντικατοπτρίζεται αυτό στον εγκέφαλό τους. Σύμφωνα με λίγες έρευνες που έχουν γίνει, ο γυναικείος εγκέφαλος δείχνει μεγαλύτερη δραστηριότητα σε περιοχές που σχετίζονται με την προσοχή, το συναίσθημα και τη μνήμη, ενώ ο ανδρικός σε περιοχές που έχουν να κάνουν με τα οπτικά ερεθίσματα. Αυτό εξηγείται, καθώς οι άνδρες είναι «προγραμματισμένοι» από τη φύση για να ψάχνουν στοιχεία στις γυναίκες που θα τις βοηθήσουν να κάνουν παιδιά, όπως είναι η καλή τους υγεία και η νεαρή ηλικία, ενώ οι γυναίκες από την άλλη πλευρά χρειάζεται να αναζητήσουν τους άνδρες που θα έχουν καλή οικονομική κατάσταση, ώστε να μπορέσουν να μεγαλώσουν καλά και με ασφάλεια τα παιδιά τους. Αυτό το επιβεβαιώνουν και οι έρευνες των ψυχολόγων, που δείχνουν ότι οι άνδρες ψάχνουν σε μία σχέση περισσότερο την εμφάνιση, ενώ οι γυναίκες το κοινωνικό και οικονομικό στάτους. Βιβλιογραφία: A. DE BOER, E. M. VAN BUEL AND G. J. TER HORST, «LOVE IS MORE THAN JUST A KISS: A NEUROBIOLOGICAL PERSPECTIVE ON LOVE AND AFFECTION», Neuroscience 201 (2012) 114–124