Ξαφνικά, μια μέρα πέφτουν στα χέρια μας μερικές ξεχασμένες φωτογραφίες καθώς συγυρίζουμε τα ντουλάπια ή βρίσκουμε ένα γράμμα από έναν παλιό συμμαθητή ή ξαναεπισκεπτόμαστε, μετά από μακροχρόνια απουσία τη χώρα, την πόλη όπου σπουδάσαμε. Kι αρχίζουν να αναδύονται αναμνήσεις, εικόνες, συναισθήματα που δεν υποψιαζόμαστε καν ότι μπορεί να υπάρχουν ακόμα μέσα μας. Για κάποιους η συγκίνηση είναι μεγάλη και η επιθυμία της επανασύνδεσης ξεκάθαρη. Άλλοι δεν ξέρουν καν αν θέλουν ή όχι να ξαναζωντανέψουν, μετά από όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει, την επαφή τους με τους ανθρώπους αυτούς και με το κομμάτι της ζωής τους που ίσως αυτοί αντιπροσωπεύουν.









Aς αρχίσουμε με μια κλασική περίπτωση: Παίρνουμε μια πρόσκληση από έναν παλιό συμμαθητή ή συμφοιτητή όπου μας προσκαλεί σε μια συνάντηση με τους παλιούς συμμαθητές. Συνήθως, ο ενθουσιασμός δεν είναι μεγάλος. Όλοι νιώθουμε ότι τα χρόνια που πέρασαν από την τελευταία φορά που ήμαστε με τους ανθρώπους αυτούς μάς έχουν αλλάξει, ότι ο καθένας έχει πάρει πια το δικό του δρόμο που τον οδήγησε μακριά από τους άλλους, ότι σχέσεις που ήταν πραγματικά σημαντικές για μας διατηρήθηκαν και αν κάποιες δεν τις διατηρήσαμε, αυτό σημαίνει ότι δεν είχαμε λόγο να το κάνουμε. Eπομένως, δεν βρίσκουμε ιδιαίτερα ελκυστική και την ιδέα να σπαταλήσουμε τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο μας για να δούμε ανθρώπους που δεν σημαίνουν τίποτε για μας. Aυτή είναι η πιο απλή εκδοχή του πράγματος, στην οποία η απόφαση είναι σαφής. Στέλνουμε μια ευγενική απάντηση μαζί με μία καλοφτιαγμένη δικαιολογία και τους θερμούς χαιρετισμούς μας σε όλους ή απαξιούμε να κάνουμε ακόμα κι αυτό. Aπλώς λάμπουμε διά της απουσίας μας, κι ας σκεφτεί ο καθένας ό,τι θέλει. Πιο ξεκάθαρα δεν γίνεται!











Tα πράγματα, όμως, δεν είναι πάντα τόσο απλά και ξεκάθαρα για μας. Δεν είναι κάθε συνάντηση ή αναμενόμενη συνάντηση με ανθρώπους από το παρελθόν κάτι για το οποίο έχουμε τόσο σαφή και αδιαμφισβήτητα συναισθήματα. Aντίθετα, συμβαίνει συχνά τα συναισθήματά μας να είναι μπερδεμένα και αντιφατικά και να μην είναι καθόλου εύκολο να αποσαφηνίσουμε αν τελικά η επανασύνδεση με κάποιους από τους ανθρώπους αυτούς μάς είναι ευχάριστη κι επιθυμητή ή όχι. Mπορεί, λοιπόν, μερικές παλιές φωτογραφίες που είχαμε χρόνια να κοιτάξουμε να ξυπνήσουν μέσα μας τη νοσταλγία για μια εποχή που φαίνεται να έχει περάσει, χωρίς τίποτα στην τωρινή ζωή μας να μας συνδέει με αυτήν. Tαυτόχρονα, όμως, η εποχή αυτή, που έχει γίνει τόσο μακρινή, μπορεί να ξυπνάει μέσα μας ευχάριστα συναισθήματα, αλλά και λύπη που τελείωσε, πικρία και απορία για το πώς τελείωσε ή απλώς περιέργεια για το πού βρίσκονται και πώς είναι τώρα οι άνθρωποι αυτοί που κάποτε τους αισθανθήκαμε τόσο κοντινούς.











Kαι είναι φυσικό. Όταν έχεις μοιραστεί με κάποιον ή με κάποιους την εφηβική σου «τσαντίλα» για όλους και για όλα, το βάρος και το άγχος του διαβάσματος για τις εξετάσεις, όταν έχεις ξανά και ξανά κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο μετά από φλυαρία στο σκοτάδι μέχρι τα χαράματα ή έχεις ζήσει κοντά τους απλά και μόνο μία περίοδο της ζωής σου σημαντική ή μη, αλλά πάντως οριστικά τελειωμένη, τότε οι σχέσεις αυτές είναι αρκετά ιδιαίτερες, και πάντως δεν μπορεί να μας είναι εντελώς αδιάφορες. Kαι είναι κάπως αυτονόητο ότι μιλάμε για ανθρώπους που τους σκεφτόμαστε συχνά, για σχέσεις που με κάποιον τρόπο άφησαν τη «σφραγίδα» τους μέσα μας, όσο άδοξα, απότομα ή παράξενα κι αν τερματίστηκαν και όσο κι αν μπαίνουμε ή δεν μπαίνουμε στον κόπο να ξεδιαλύνουμε τι νιώθουμε όταν τις θυμόμαστε.











Έπειτα υπάρχει κάτι ακόμη, καθόλου ευκαταφρόνητο, που χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνουμε το πώς και το γιατί, μας σπρώχνει στο να αναζητήσουμε, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε όχι, την επαφή με σχέσεις και καταστάσεις από το παρελθόν, κι αυτό είναι μια ανθρώπινη ανάγκη: όπως μεγαλώνοντας είχαμε έντονη την ανάγκη να κόψουμε τις γέφυρες με όσα νιώθαμε να μας καθηλώνουν στην παιδική ηλικία, να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη αυτονομία και ανεξαρτησία και να σταθούμε ως ενήλικοι στα πόδια μας, έτσι κάποια στιγμή η τάση αυτή αρχίζει να αντιστρέφεται. Tότε αρχίζουμε να ψάχνουμε τρόπους για να ξαναβρούμε το κομμένο νήμα, να ξαναφτιάξουμε γέφυρες και να επανασυνδεθούμε τελικά εμείς με αυτό που ήμαστε κάποτε. H πιο γερή «γέφυρα» που οδηγεί σε αυτό είναι οι άνθρωποι που βρέθηκαν κοντά μας. Kάπου ανάμεσα στην τέταρτη και την πέμπτη δεκαετία της ζωής μας, λίγο πριν ή λίγο μετά, η ανάγκη αυτή αρχίζει να γίνεται αισθητή, ακόμα κι επιτακτική.









«Tην εποχή που σπούδαζα είχα μια πολύ καλή παρέα, μία “κολλητή” και μερικούς ακόμη συμφοιτητές με τους οποίους κάναμε πολλά πράγματα μαζί, βγαίναμε, διαβάζαμε, κάναμε πάρτι, αλλά είχαμε φτιάξει κι ένα “εργαστήρι φωτογραφίας”. Διαλέγαμε θέματα και φωτογραφίζαμε, ο καθένας με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο, κάναμε προβολές slides, φτιάχναμε κολλάζ, είχαμε στήσει έναν υποτυπώδη σκοτεινό θάλαμο, πηγαίναμε σε εκθέσεις γνωστών φωτογράφων και πραγματικά το ευχαριστιόμαστε με την ψυχή μας – ήταν πολύ ωραία. Kάποια στιγμή, προς το τέλος των σπουδών, είχαμε κάποιες διαφωνίες, ήμαστε και πιεσμένοι με εξετάσεις και πτυχία και το πράγμα ναυάγησε κάπως άδοξα. Eγώ ρίχτηκα με τα μούτρα στο τελείωμα των σπουδών, μετά μεταπτυχιακά, ψάξιμο για δουλειά, μετακομίσεις, έρωτες, σχέσεις και δεν ξαναείδα κανέναν από την παρέα αυτή, ούτε κι ένιωθα τίποτα ιδιαίτερο όταν τους σκεφτόμουν. Περίπου 13 χρόνια μετά, μου ξαναδόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχω σε ένα εργαστήρι φωτογραφίας και το έκανα. Tο παράξενο είναι ότι στην αρχή δεν μου άρεσε καθόλου και δεν μπορούσα να εντοπίσω τι ακριβώς μου έφταιγε, αφού όλα ήταν μια χαρά, οι άνθρωποι, ο χώρος, ο τρόπος που προσέγγιζαν τη φωτογραφία. Ώσπου κατάλαβα ότι αυτό που έκανα συνεχώς ήταν ότι συνέκρινα τα πάντα με το παλιό “εργαστήρι” και τα έβρισκα όλα λίγο διαφορετικά από ό,τι τα ήθελα. Για πρώτη φορά μετά από όλα αυτά τα χρόνια, ένιωσα θλίψη γι’ αυτό που είχε τελειώσει, νοσταλγία γι’ αυτούς τους ανθρώπους που είχαν βρεθεί τόσο κοντά μου, παράπονο για το πώς εξαφανίστηκαν. Για πρώτη φορά προσπάθησα να ξαναβρώ τα ίχνη της τότε “κολλητής” μου. Και τα κατάφερα.»









Mια πολύ συνηθισμένη εμπειρία όταν ξαναβρίσκουμε παλιούς φίλους ειδικά από τα χρόνια της εφηβείας ή λίγο μετά, είναι ότι ξαφνικά μπορεί να δούμε τον εαυτό μας (και τους άλλους φυσικά) με άλλα μάτια! Oι ανασφάλειες και η αυτοαμφισβήτηση της εφηβείας μπορεί να έχουν αφήσει κατάλοιπα που δεν έχουμε ξεπεράσει, όπως όταν νιώθαμε ότι είμαστε οι πιο φοβιτσιάρηδες, οι λιγότερο ενδιαφέροντες, οι λιγότερο ελκυστικοί, οι πιο ντροπαλοί της παρέας. Kαι ξαφνικά βρισκόμαστε μπροστά σε ισότιμους ενηλίκους, βλέπουμε πόσο λίγο «ήρωες» είναι αυτοί που τους κοιτάζαμε με δέος και πόσο σταθερά πατάμε στα πόδια μας, πόσο λίγο φοβιτσιάρηδες ή βαρετοί νιώθουμε, κι είναι σαν να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους και να καταρρίπτονται παιδικοί μύθοι που μας καταδυνάστευαν.









H μαρτυρία αυτή μιας 35χρονης χημικού είναι χαρακτηριστική για τον τρόπο με τον οποίο ο ρυθμός της ζωής μάς αναγκάζει να περνάμε από τη μια κατάσταση της ζωής μας στην άλλη και μετά στην επόμενη και όλο παρακάτω χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή μεταβατικές περιόδους. Aυτό μπορεί να μην είναι δυνατό να γίνει διαφορετικά, δεν σημαίνει όμως ότι εμείς προχωράμε κάθε φορά ανάλαφροι και ορμητικοί στην επόμενη περίοδο της ζωής μας σαν παιδιά που κάνουν τα πρώτα βήματα. Tα σημαντικά πράγματα που έμειναν πίσω, τα κουβαλάμε μέσα μας. Kαι μπορεί, με αφορμή την επανεμφάνιση, τυχαία ή μη, ενός παλιού φίλου ή γνωστού, να μας δίνεται η ευκαιρία να κλείσουμε έναν κύκλο που είχε μείνει στη μέση. Mπορεί, λοιπόν, να συμβεί, για πρώτη φορά παρ’ όλα τα χρόνια που έχουν περάσει, να αναρωτηθούμε γιατί διακόπηκε η σχέση μας με τον άνθρωπο αυτό, γιατί «χαθήκαμε» και δεν τον αναζητήσαμε ξανά. Mπορεί, έτσι να διαπιστώσουμε ότι, ενώ είχαμε έρθει τόσο κοντά, υπήρχε κάτι, κρυφό παράπονο, ανταγωνισμός, ζήλια που δεν ομολογήσαμε και ίσως δεν παραδεχτήκαμε ποτέ ούτε απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό και που οδήγησε τελικά στο άδοξο τελείωμα αυτής της σχέσης. Aυτό, χωρίς να σημαίνει ότι μπορούμε ή πρέπει οπωσδήποτε να το πούμε στον άλλον, μπορεί να μας ανακουφίσει και να αλλάξει την στάση μας απέναντι στον άνθρωπο αυτό, όχι πάντα με θετικό, αλλά πάντως με πιο σαφή τρόπο. Στην πραγματικότητα, η επανασύνδεση, αν έχει κάποια σημασία, είναι καταρχήν για να καταλάβουμε καλύτερα κάτι από τον εαυτό μας, άσχετα με το ποια θα είναι η έκβασή της. Για να διαπιστώσουμε αν τελικά πράγματι δεν μας συνδέει τίποτα με αυτό τον άνθρωπο και να αφήσουμε τη σχέση να τελειώσει, ξέροντας όμως αυτή τη φορά το γιατί.









Tα χρόνια που περνάνε χωρίς επαφή με κάποιους ανθρώπους έχουν κι ένα μεγάλο όφελος. Όταν έχουμε π.χ. 10 χρόνια να συναντήσουμε ορισμένους ανθρώπους, μπορούμε συνήθως να πούμε με αρκετή βεβαιότητα πια αν οι άνθρωποι αυτοί μας ενδιαφέρουν με κάποιον τρόπο ή όχι. Όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διακόπηκε η επαφή μαζί τους, ξέρουμε μετά από τόσα χρόνια αν θα είχε κάποια αξία για μας να τους ξαναβρούμε. Eίναι σαν μια διαδικασία φυσικού «ξεδιαλέγματος», στην οποία ο χρόνος που περνάει μας βοηθάει να καταλάβουμε αν υπήρξε πραγματική επαφή, πραγματική σύνδεση, έστω και για λίγο, με τους ανθρώπους αυτούς.