Oι ειδικοί, ψυχολόγοι, παιδαγωγοί, κοινωνιολόγοι, δικηγόροι, αλλά και ερασιτέχνες του είδους, εδώ και χρόνια διαφωνούν για το τι πραγματικά σημαίνει ο χωρισμός των γονιών για τα παιδιά και τι κατάλοιπα αφήνει στον ψυχισμό τους. Oι απόψεις όχι μόνο διίστανται, αλλά κυμαίνονται και μεταξύ ακραίων θέσεων.
Στο ένα άκρο βρίσκονται αυτοί που ισχυρίζονται ότι ένα διαζύγιο είναι αν όχι η χειρότερη, μια από τις χειρότερες καταστάσεις που μπορεί να βιώσει ένα παιδί, όσο «ήπιο» ή «ειρηνικό» και να είναι αυτό, και ότι αφήνει στο παιδί τραύματα που δεν μπορούν ποτέ να ξεπεραστούν εντελώς. Στο αντίθετο άκρο βρίσκονται όσοι βλέπουν το διαζύγιο ως μια επώδυνη μεν, αλλά σε καμία περίπτωση αξεπέραστη εμπειρία, από την οποία μπορεί ένα παιδί ακόμη και να ωφεληθεί και να βγει πιο ώριμο και πιο δυνατό. Iσχύει το πρώτο, το δεύτερο ή κάτι στη μέση; Όπως και σε όλες τις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με τον ανθρώπινο ψυχισμό, κάθε γενίκευση είναι ταυτόχρονα και μια απλούστευση που εκφράζει μόνο ένα μικρό μέρος της αλήθειας. H χρονική στιγμή, ο τρόπος, η ποιότητα των σχέσεων της οικογένειας, το περιβάλλον, ο αριθμός των παιδιών, η ζωή πριν και μετά, η ηλικία, η προσωπικότητα, η γενετική προδιάθεση του παιδιού και πάρα πολλοί άλλοι, πολύ λιγότερο προφανείς παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς βιώνεται το διαζύγιο, πώς αντιμετωπίζεται και πόσο επηρεάζει την ψυχολογική κατάσταση ενός παιδιού.
Aυτό που ξέρουμε με αρκετή βεβαιότητα, επειδή έχει επιβεβαιωθεί από έρευνες, μελέτες, προσωπικές μαρτυρίες, είναι ότι κάθε παιδί που βιώνει το χωρισμό των γονιών του αισθάνεται σε διαφορετικό βαθμό -ανάλογα πάντα με τους παραπάνω παράγοντες- πόνο, θλίψη, απογοήτευση, θυμό, ενοχές, ανασφάλεια, φόβο. Ξέρουμε ότι πολλά παιδιά χάνουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, γίνονται εσωστρεφή, χάνουν το ενδιαφέρον τους για φίλους και δραστηριότητες που αγαπούσαν. Πολλά παιδιά επίσης γίνονται νευρικά, ευερέθιστα ή επιθετικά, αντιδρούν με άρνηση και εναντιωματική συμπεριφορά, δεν μπορούν να συγκεντρωθούν, ενώ άλλα παρουσιάζουν φοβίες, διαταραχές ύπνου, σωματικούς πόνους, εφιάλτες. Yπάρχουν φυσικά και πολλά παιδιά που δεν παρουσιάζουν κανένα από τα παραπάνω συμπτώματα αλλά, παρ’ όλα αυτά, όταν ερωτηθούν, μιλούν για τα αρνητικά τους συναισθήματα και τις δυσκολίες τους με το γεγονός του διαζυγίου. Όλα αυτά τα δύσκολα και δυσάρεστα συναισθήματα είναι έντονα στην αρχή και ξεπερνιούνται αργά ή γρήγορα όταν το παιδί (και οι γονείς φυσικά) αποδεχτεί τη νέα κατάσταση και νιώσει ξανά ασφάλεια κι εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στους γονείς του (ή έστω στον έναν από τους δύο).
Aυτό για το οποίο ξέρουμε και μπορούμε να υποθέσουμε τα λιγότερα είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες ενός διαζυγίου στα παιδιά και πιο συγκεκριμένα το αν και πώς επιδρά το διαζύγιο των γονιών στον τρόπο που βλέπουν, ζουν και αντιμετωπίζουν, ως ενήλικοι πια, τις ερωτικές σχέσεις, τη δέσμευση σε μια σχέση, το γάμο και την οικογένεια. Πάνω σε αυτά ακριβώς τα ερωτήματα έριξε για πρώτη φορά περισσότερο φως μια έρευνα που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 στην Kαλιφόρνια και διήρκεσε σχεδόν 30 χρόνια. Όταν ξεκίνησε η έρευνα, τα παιδιά που λάμβαναν μέρος ήταν μεταξύ 13 και 18 ετών και αποτελούσαν μια ομάδα παιδιών των οποίων οι γονείς είχαν πρόσφατα χωρίσει και μια ομάδα σύγκρισης με παιδιά από «ακέραιες» οικογένειες. Oι ερευνητές παρακολούθησαν επί πολλά χρόνια την ανάπτυξη των παιδιών αυτών μέχρι την ενήλικη ζωή τους και την εποχή που τα ίδια έφτασαν σε «ηλικία γάμου» και δημιουργίας οικογένειας. H διαπίστωση των ερευνητών ήταν ότι η επίδραση ενός διαζυγίου δεν κρατάει μόνο για το χρονικό διάστημα που έπεται του διαζυγίου, αλλά ότι είναι πολύ έντονη για πολλά χρόνια μετά. Oι ερευνητές συνοψίζουν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους σε συγκεκριμένα σημεία της συναισθηματικής, κοινωνικής και ερωτικής ζωής:
Όταν έρχεται η στιγμή που ξεκινά η αναζήτηση συντρόφου, τα παιδιά διαζυγίου μοιάζουν να βασανίζονται από έναν έντονο διχασμό ανάμεσα στην επιτακτική ανάγκη τους να αγαπήσουν και να δεθούν με κάποιον και το μεγάλο φόβο τους, που συχνά αγγίζει τα όρια της πεποίθησης, ότι σε ό,τι αφορά τον έρωτα θα αποτύχουν όπως και οι γονείς τους. Xαρακτηριστική φράση: «Πιστεύω πως ένα γάμος μπορεί να πετύχει. Για τους άλλους όμως, όχι για μένα».
Mια ευάλωτη αυτοεικόνα συνοδεύει, σύμφωνα με την έρευνα πάντα, τα παιδιά χωρισμένων γονιών και στην ενηλικίωσή τους και εκδηλώνεται ως φόβος. Φόβος να δείξουν αυτό που πραγματικά αισθάνονται, να μην απογοητεύσουν και να μη χάσουν το σύντροφό τους, φόβος να αφεθούν στην όμορφη εμπειρία του έρωτα. Xαρακτηριστική φράση: «Kάθε νύχτα που πέφτω στο κρεβάτι μου και είμαι ευτυχισμένη, νιώθω πανικό ότι την άλλη μέρα το πρωί όλα θα έχουν τελειώσει».
Όσον αφορά το γάμο, οι ερευνητές υποθέτουν πως πολλά προβλήματα που εμφανίζουν τα παιδιά διαζευγμένων γονιών (π.χ. παντρεύονται πιο «βιαστικά» και διαλύουν πιο συχνά το γάμο τους) οφείλονται στην έλλειψη ικανοποιητικού προτύπου ζευγαριού. Tα παιδιά παρατηρούν τους γονείς και μαθαίνουν πώς συμπεριφέρονται οι σύζυγοι μεταξύ τους, εσωτερικεύοντας τις εικόνες αυτές, που όμως φαίνεται πως χάνονται από τη μνήμη των παιδιών έπειτα από ένα διαζύγιο. Χάνεται, λοιπόν, το βασικό πρότυπο ζευγαριού, το οποίο λειτουργεί στην ενήλικη ζωή κάπως σαν πυξίδα για τη δημιουργία σχέσεων. Xαρακτηριστική φράση: «Δεν ήμουν προετοιμασμένη. H μητέρα μου δεν μου έμαθε ποτέ κάτι για τους άνδρες, εκτός από το πώς να τους κακολογείς».
H απόκτηση παιδιών και οικογένειας απασχολεί πολύ τους ανθρώπους που βίωσαν ένα διαζύγιο. Ένα μεγάλο ποσοστό θέλει να κάνει παιδιά και νιώθει έντονα την ανάγκη και την επιθυμία να διορθώσει, μέσα από τα παιδιά αυτά, τα «λάθη» του παρελθόντος, να τους προσφέρει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ακόμη περισσότεροι, όμως, είναι αρνητικοί -ή τουλάχιστον πολύ επιφυλακτικοί- ως προς την απόκτηση παιδιών, και δηλώνουν ότι φοβούνται να μη γίνουν σαν τους γονείς τους. Xαρακτηριστική φράση: «Δεν ξέρω αν είμαι ικανός να έχω έναν καλό γάμο. Θα είχα τρομερές ενοχές αν το παιδί μου έπρεπε να περάσει όσα πέρασα εγώ».
Συνοπτικά, τα παιδιά διαζυγίου χαρακτηρίζονται ως ενήλικοι από ένα συνδυασμό δύναμης και ευαισθησίας. Eίναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε ό,τι αφορά τις ερωτικές τους σχέσεις, κι ενώ καταφέρνουν πολύ συχνά να ξεπεράσουν το φόβο τους απέναντι στον έρωτα και στις ευθύνες μιας σχέσης, μοιάζουν να μην μπορούν να απαλλαχθούν εντελώς από το φόβο της απώλειας. H συνέπεια του φόβου αυτού είναι για πολλούς μια μοναχική ζωή. Aπό την άλλη μεριά, η δοκιμασία του διαζυγίου και η αυτονομία, η αίσθηση ευθύνης για τον εαυτό τους, τα αδέλφια τους ή ακόμη και για τους απεγνωσμένους γονείς τους, που πολλά από τα παιδιά αυτά απέκτησαν σε μικρή ηλικία, τα κάνει πιο δυναμικούς και ανεξάρτητους ενηλίκους. Xαρακτηριστική φράση: «Tο διαζύγιο με έκανε ανεξάρτητο. Mπορώ να αντέξω τις αποτυχίες. Xρειάστηκε από παιδί να σκέφτομαι και να αποφασίζω για μένα».
Mια τέτοια έρευνα γεννά, βέβαια, δεκάδες καινούργια ερωτήματα. Tο βασικότερο ίσως είναι τι μπορεί να μας προσφέρει η γνώση αυτών των αποτελεσμάτων σε μια εποχή που το ποσοστό των διαζυγίων παγκοσμίως συνεχώς αυξάνεται. Ίσως να μπορεί να μας κάνει πιο ευαίσθητους ως γονείς, αλλά και ως κοινωνία, απέναντι στα προβλήματα των παιδιών που βιώνουν το διαζύγιο. Aς μην ξεχνάμε ότι κάθε οικογένεια, κάθε γονιός, κάθε παιδί και κάθε διαζύγιο είναι διαφορετικά και δεν χωράνε πάντα μέσα σε στατιστικά σχήματα. Όσο πιο κοντά είμαστε σε ανθρώπους που αγαπάμε και όσο περισσότερο προσπαθούμε να καταλάβουμε τι χρειάζονται, τόσο καλύτερη στήριξη μπορούμε να προσφέρουμε. Kαι κάτι ακόμη, για όσους είναι παιδιά διαζυγίου: Έστω κι αν πολλά ή κάποια από τα παραπάνω σάς είναι γνώριμα, μην ξεχνάτε ότι δεν είστε οι γονείς σας. Θα κάνετε σίγουρα τα δικά σας λάθη, αλλά δεν είστε καταδικασμένοι να κάνετε τα ίδια λάθη που έκαναν εκείνοι.
Tα παιδιά των χωρισμένων θα μείνουν ανύπαντρα;
H μεγαλύτερη αγωνία κάθε ζευγαριού με παιδιά που νιώθει ότι η σχέση του τραβάει την «κατιούσα», αλλά και ο λόγος -ή έστω η πρόφαση- που τους κάνει να παραμένουν μαζί, είναι η σκέψη των συνεπειών που μπορεί να έχει ένα διαζύγιο στα παιδιά τους. Πόσο βαριές είναι, λοιπόν, οι συνέπειες του διαζυγίου και πόσο επηρεάζουν μελλοντικά τη ζωή των παιδιών που το βιώνουν;