Μια απλή εξέταση αίματος ίσως αποτελέσει σε λίγα χρόνια την διαγνωστική μέθοδο για τη μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, γνωστή και ως «αόρατη νόσο» ή σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης.
Συνοδευόμενη από συνεχή αίσθηση κόπωσης, αδιαθεσία, ανωμαλία στον ύπνο, προβλήματα στη μνήμη και την αυτοσυγκέντρωση και έντονο πόνο, η πάθηση αυτή βασανίζει περίπου έναν στους 200 ανθρώπους, ενώ προτιμά κυρίως στις γυναίκες.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου St. George κατάφεραν να αναγνωρίσουν 88 γονιδιακές μεταλλάξεις, υπεύθυνες για τη μη φυσιολογική παραγωγή πρωτεϊνών στους ασθενείς του συνδρόμου. Αναλύοντας το ιστορικό 55 ασθενών, οι ερευνητές μάλιστα βρήκαν ότι βάσει συγκεκριμένων γονιδιακών συνδυασμών στα λευκά αιμοσφαίρια, αυτοί χωρίζονταν σε 7 διαφορετικές υποκατηγορίες.
Όπως αναφέρει το επιστημονικό έντυπο «Journal of Clinical Pathology», οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι για τα πέντε από τα 88 επικίνδυνα γονίδια μπορούν να χρησιμοποιηθούν φάρμακα τα οποία ήδη κυκλοφορούν στο εμπόριο για την αντιμετώπιση άλλων ασθενειών.
Τώρα οι ειδικοί διερευνούν κατά πόσο τα μη φυσιολογικά επίπεδα πρωτεϊνών – παράγωγα των γονιδιακών μεταλλάξεων – θα μπορούσαν να ανιχνευθούν με τη βοήθεια βιοδεικτών μέσω του αίματος. Κάτι τέτοιο μάλιστα, όπως εκτιμούν, θα μπορούσε να οδηγήσει μελλοντικά στη δημιουργία ενός διαγνωστικού τεστ για την χρόνια κόπωση.
Τεστ θα ανιχνεύει τη χρόνια κόπωση
Μια απλή εξέταση αίματος ίσως αποτελέσει σε λίγα χρόνια την διαγνωστική μέθοδο για τη μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, γνωστή και ως «αόρατη νόσο» ή σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης.