Τεράστια σημασία για τη σωματική αλλά και την ψυχική υγεία των μωρών έχει ο ύπνος, σύμφωνα με τρεις νέες έρευνες.

Αμερικανοί ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ, που δημοσιεύουν τη μελέτη τους στην επιστημονική επιθεώρηση Archives of Pediatrics & Adolescent Medicine, συνέλεξαν πληροφορίες για 915 παιδιά από τη Μασαχουσέτη.

Παρατήρησαν λοιπόν ότι ως μωρά, εκείνα που κοιμόντουσαν λιγότερο από 12 ώρες την ημέρα στα πρώτα δύο έτη της ζωής τους, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα μέχρι την ηλικία των τριών ετών, σε σχέση με παιδιά που κοιμόντουσαν περισσότερο.

Σημαντικό ρόλο στην έλλειψη ύπνου, όπως διαπίστωσαν οι ειδικοί, έπαιξε το γεγονός ότι οι γονείς επέτρεπαν στα παιδιά τους στην ηλικία των 2 ετών να παρακολουθούν τηλεόραση. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, τα παιδιά παρέμεναν μπροστά στους δέκτες για 2-3 ώρες ημερησίως, κάτι που «έκλεβε» πολύτιμο χρόνο από την κίνησή τους, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να φορτώνονται με παραπανίσια κιλά ήδη πριν από την ηλικία των τριών ετών.

Παράλληλα, βρετανοί ερευνητές του Πανεπιστημίου του Λονδίνου εξέτασαν τον ψυχολογικό αντίκτυπο που είχε η έλλειψη ύπνου κατά την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Συγκέντρωσαν λοιπόν στοιχεία 2.076 παιδιών από τη Δανία, που αρκετά χρόνια αργότερα, ως ενήλικες πλέον, κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικές με τη συναισθηματική τους συμπεριφορά.

Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι τα παιδιά που κοιμόντουσαν λιγότερο γίνονταν πιο αγχώδεις ενήλικες, με τάση να εμφανίζουν κατάθλιψη ή επιθετική συμπεριφορά. Επιπλέον, αυστραλοί επιστήμονες του Βασιλικού Παιδιατρικού Νοσοκομείου στο Πάρκβιλ, διαπίστωσαν ότι υπερδραστήρια παιδιά που είχαν προβλήματα συγκέντρωσης της προσοχής, δεν κοιμόντουσαν αρκετά σε μικρότερες ηλικίες.

Το δείγμα των ειδικών επικεντρώνονταν σε 239 παιδιά ηλικίας 5-18 ετών, από τα οποία περίπου το 73% δυσκολεύονταν να αποκοιμηθούν και ένιωθαν μεγάλη κούραση κατά το ξύπνημα. Η κατάσταση αυτή, όπως εκτιμούν οι ερευνητές, οδηγούσε σε άσχημες σχολικές επιδόσεις και μακροπρόθεσμα σε κακή ποιότητα ζωής.