Πολλοί λένε ότι η μέρα τους αρχίζει όταν ρίχνουν το πρωί την πρώτη ματιά στον καθρέφτη (και για μερικούς, λίγους ευτυχώς, τελειώνει εκεί!). Είναι η πρώτη επαφή, η πρώτη επανασύνδεση με τον εαυτό μας και τον κόσμο μετά το νυχτερινό ταξίδι στο βαθύ κόσμο του ύπνου και των ονείρων. Είναι όμως και μια στιγμή πολύ προσωπική που οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να μη μοιράζονται με κανέναν. Τη θέα αυτού του προσώπου που μοιάζει να έχει επιστρέψει από μια περιπέτεια, τσαλακωμένο, χλομό, πολλές φορές κουρασμένο και βυθισμένο, συχνά δυσκολευόμαστε κι εμείς οι ίδιοι να την αντέξουμε. Πολύ λιγότερο είναι το πρόσωπο που θέλουμε να δείξουμε στους άλλους. Γι’ αυτό και μετά, το αργότερο όταν πρόκειται να «βγούμε στον κόσμο», να συναντήσουμε άλλους, στηνόμαστε μπροστά στον καθρέφτη κι αρχίζουμε να το «φτιάχνουμε». Και όλοι (ή τουλάχιστον όλες) έχουμε στηθεί, έστω όχι συχνά, για μια «ξεχωριστή περίσταση», για μια ειδική βραδιά, για μια γιορτή, στον καθρέφτη με τη διάθεση για «λίγο περισσότερο»: λίγο περισσότερη ώρα στον καθρέφτη, λίγο περισσότερο μακιγιάζ, λίγο περισσότερη μεταμόρφωση, λίγο περισσότερη τόλμη, λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο πάντως… Για άλλους πάλι, αυτή η διάθεση για μεταμόρφωση είναι καθημερινή ανάγκη και δεν κάνουν βήμα έξω από την πόρτα τους αν δεν έχουν πρώτα προετοιμαστεί κατάλληλα: μακιγιάζ, μαλλιά, ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ, όλα πολύ προσεκτικά διαλεγμένα και φροντισμένα ώστε η εικόνα στον καθρέφτη να μην έχει το παραμικρό ψεγάδι.
Γιατί, τελικά, φτιαχνόμαστε μπροστά στο καθρέφτη; «Μα το κάνω για να αρέσω σε μένα», είναι μια πολύ συνήθης απάντηση. Πόσο αλήθεια είναι αυτό; Είναι δυνατόν πράγματι όλη αυτή η τελετουργία του βαψίματος, ντυσίματος, φτιαξίματος να αποσκοπεί μόνο και μόνο στο να αρέσουμε στον εαυτό μας και σε κανέναν άλλον; Σίγουρα, ο πρώτος που βλέπει, εγκρίνει και εκτιμά τη μεταμόρφωση είναι ο εαυτός μας. Διαφορετικά δεν έχει και κανένα νόημα όλη η διαδικασία. Και ασφαλώς αυτό που θέλουμε είναι να αρέσουμε σε εμάς, γιατί έτσι αισθανόμαστε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
● Θέλουμε να μαγνητίσουμε το βλέμμα των άλλων
Oι θεωρητικοί της ψυχανάλυσης, όμως, έχουν εδώ διαφορετική άποψη. Ισχυρίζονται ότι μέσα στην επιθυμία μας να παρουσιάσουμε την καλύτερη εικόνα που μπορούμε να έχουμε, είτε αυτή είναι για μας η πιο σέξι, η πιο κομψή, η πιο θηλυκή ή η πιο χαριτωμένη, οι άλλοι είναι πάντα παρόντες. O σκοπός μας -συνειδητά ή όχι- είναι να μαγνητίσουμε το βλέμμα του άλλου για να νιώσουμε πιο έντονα ότι υπάρχουμε, μέσα από την αναγνώριση, το θαυμασμό, την επιθυμία, τη λατρεία που θα δούμε στα μάτια του.
Η Μαρίσα, 35 ετών, είναι 5 χρόνια με τον Αντρέα, τον αγαπά πολύ και του είναι πιστή και αφοσιωμένη: «Όταν όμως βγαίνουμε, πάμε μαζί σε πάρτι, τότε φτιάχνομαι, βάφομαι, φοράω ψηλά τακούνια, γίνομαι πολύ όμορφη, γιατί θέλω ο Αντρέας να βλέπει το θαυμασμό και την επιθυμία στα μάτια των άλλων. Είναι σαν μια ένεση αυτοπεποίθησης, νιώθω αήττητη, γεμάτη ενέργεια. Νιώθω σχεδόν εκστασιασμένη, σαν να έχω πιει κάτι δυνατό! Είναι μια κατάσταση πολύ ωραία, όταν αισθάνομαι τόσο επιθυμητή».
Αυτή η ανάγκη για το βλέμμα του άλλου έχει τις ρίζες της πολύ πίσω στην ιστορία της ζωής μας, είναι αυτό που ο D. Winnicott, εξαιρετικός παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής περιγράφει ως εξής: «Η μητέρα κοιτάζει το μωρό που κρατάει στην αγκαλιά της, το μωρό κοιτάει στο πρόσωπο της μητέρας και βρίσκει τον εαυτό του εκεί μέσα… υπό την προϋπόθεση ότι η μητέρα κοιτάζει πραγματικά το μικρό, μοναδικό, αβοήθητο πλάσμα και όχι τις δικές της ενδοβολές (introjections)… (διαφορετικά) το ίδιο μένει χωρίς καθρέφτη και σε όλη την κατοπινή ζωή του θα ψάχνει μάταια αυτό τον καθρέφτη». Κάπως έτσι χτίζεται ο ναρκισσισμός, υγιής κατά βάση αλλά παθολογικός, όταν η ανάγκη του καθρεφτίσματος στο γεμάτο αναγνώριση βλέμμα του άλλου μένει πάντα ανικανοποίητη.
●
Αν όμως το φτιάξιμο μπροστά στον καθρέφτη αποσκοπεί στο να τονίσει την παρουσία μας, να τραβήξει το βλέμμα των άλλων και να μας κάνει να νιώσουμε επιθυμητοί(ές), μπορεί σε ένα βαθύτερο επίπεδο και να υποδηλώνει: «Μείνε μακριά μου, μην εισδύεις στην ιδιωτική μου σφαίρα». Ειδικά το φτιάξιμο του προσώπου. Άλλωστε, το μακιγιάζ, έστω και ελαφρύ, είναι μια αλλοίωση αυτού που είμαστε στην πραγματικότητα: Φοράμε ένα λίγο διαφορετικό πρόσωπο για να συναντήσουμε τους άλλους και κρύβουμε το «γυμνό» πρόσωπό μας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούμε μια απόσταση ανάμεσα σε μας και τους «άλλους έξω», που σε πολλές περιπτώσεις είναι χρήσιμη και βολική, αλλά βέβαια συνήθως δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να φτιαχτούμε στις καθημερινές στιγμές με τους οικείους μας ανθρώπους. Καμιά φορά, όμως, δεν μπορούμε να δειχτούμε με «άφτιαχτο» πρόσωπο, ακόμη και σε στιγμές ιδιωτικές. Η Αντριάνα, μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα, δεν είχε ξυπνήσει ποτέ το πρωί, μέχρι τα 34 της χρόνια, μαζί με τους άνδρες με τους οποίους είχε κατά καιρούς ερωτικές σχέσεις.
«Δεν άντεχα στη σκέψη ότι το πρωί θα με δουν άφτιαχτη. Προτιμούσα, λοιπόν, να τους λέω να φύγουν ή να φεύγω εγώ τη νύχτα, πολλές φορές αφού είχαμε περάσει υπέροχες ώρες μαζί. Δυστυχώς, κανένας άνδρας δεν το δεχόταν αυτό για πολύ, η πιο μακροχρόνια σχέση που είχα κράτησε ενάμιση χρόνο και ο χωρισμός κόστισε πάρα πολύ και στους δυο μας. Ήταν όμως πάνω από μένα αυτό, δεν μπορούσα διαφορετικά. Όταν γνώρισα το σημερινό μου άνδρα, έκανα το ίδιο παρόλο που ήμουν τρελά ερωτευμένη. Εκείνος όμως δεν εγκατέλειψε, μια μέρα μάλιστα κρύφτηκε, έκανε ότι έφυγε κι έμεινε κρυμμένος ως το πρωί. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν είναι και τόσο φυσιολογικό αυτό που κάνω και ότι μάλλον κάτι άλλο κρύβεται από πίσω, εκτός από τη δικαιολογία που είχα πάντα ότι θέλω να με σκέφτονται όμορφη και περιποιημένη. Άρχισα ψυχοθεραπεία και τότε βγήκε στην επιφάνεια ο τεράστιος φόβος μου για μια σχέση πολύ κοντινή, όπου ο άλλος εισδύει σε κάθε πτυχή της ζωής σου. Είχα μεγαλώσει με γονείς χωρισμένους και συνεχώς απόντες και τους δύο, κι ενώ από τη μια είχα τρομερή ανάγκη για σχέσεις πραγματικά κοντινές, από την άλλη δεν το είχα μάθει ποτέ και το φοβόμουν σαν τρελή. Κάτω από το μακιγιάζ και το φτιάξιμό μου ένιωθα ότι δείχνω από μένα μόνο αυτό που θέλω εγώ να δείξω…»
●
Όπως και να ’χει, η επιθυμία -η ανάγκη;- να φτιαχτούμε είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θηλυκότητα. Βέβαια, αντί για «πρέπει να είστε πάντα περιποιημένη και όμορφη», που διάβαζαν οι γυναίκες στα περιοδικά της δεκαετίας του ’50 και του ’60, σήμερα διαβάζουμε «μπορείτε να είστε όμορφη, αν θέλετε», αλλά στην ουσία, το μήνυμα είναι το ίδιο: ότι η γυναίκα έχει την ευθύνη της -όμορφης- εμφάνισής της. O φεμινισμός δεν άλλαξε σχεδόν τίποτε σε αυτό, εκτός ίσως από το ότι έδωσε στις γυναίκες την ελευθερία να διαλέγουν αυτές πότε, πώς και για ποιον θέλουν να φροντίζουν την εμφάνισή τους.
Η φροντίδα της εμφάνισης τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες είναι ένδειξη ψυχικής υγείας, σημάδι ότι έχουμε συνείδηση της πραγματικότητας του σώματός μας και της ύπαρξης του άλλου.
«Όταν στο πλαίσιο μιας ψυχανάλυσης συναντούμε ανθρώπους που παραμελούν το σώμα τους, η πρόγνωση είναι απαισιόδοξη, γιατί αυτό σημαίνει ότι κανείς δεν τους επιθυμεί. O άνθρωπος που νιώθει επιθυμητός δεν παραμελεί ποτέ τον εαυτό του… Μόνο μέσα από τη σχέση μας με έναν άνθρωπο συνειδητοποιούμε την προσωπική μας “ομορφιά”… Να γιατί είναι ολέθρια η εντύπωση που αποκομίζουμε όταν συναντούμε ανθρώπους που απαρνούνται το σώμα τους, στους οποίους απουσιάζει το νόημα του σώματός τους», γράφει ο ιταλός ψυχαναλυτής A. Carotenuto.
Από την άλλη, η απαίτηση για ωραία εμφάνιση μπορεί να γίνει δυσβάσταχτο φορτίο. Όταν ξεπερνάει τα όρια του «περιποιούμαι το πρόσωπο και το σώμα μου για να νιώθω καλά μέσα σε αυτό» και καταλήγει σε μια διαρκή, απεγνωσμένη προσπάθεια να δείχνουμε πάντα νέοι, ωραίοι, αψεγάδιαστοι, τότε η ζυγαριά μπορεί να γείρει προς την άλλη μεριά: η νευρική ανορεξία, για παράδειγμα, είναι μια άλλου είδους κακοποίηση του σώματός μας στην απεγνωσμένη προσπάθεια να έχουμε τέλεια εμφάνιση. Πάντως, όταν καταφέρνουμε η περιποίηση και η φροντίδα της εμφάνισής μας να είναι επιτυχείς, να έχουν δηλαδή αποτέλεσμα που ικανοποιεί εμάς και είναι αρεστό στους γύρω, τότε αυτό μπορεί να μας «ανεβάσει» τη διάθεση και να ξυπνήσει τη ζωτικότητά μας, να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε δύσκολες στιγμές. Η Άννα, που προσβλήθηκε στα 40 της από καρκίνο του μαστού, αγόραζε μετά από κάθε χημειοθεραπεία ένα ρούχο ή ένα καλλυντικό και το φορούσε την άλλη μέρα («Έλεγα στον εαυτό μου ότι αν πεθάνω, τουλάχιστον θέλω να πεθάνω όμορφη! O γιος μου μου είπε αργότερα ότι όταν μ’ έβλεπε έτσι με τα χείλια μου βαμμένα κόκκινα, ένιωθε ότι δεν μπορεί να μου συμβεί τίποτα!»).
Η γαλλική λέξη «μακιγιάζ» (maquillage) έχει τη ρίζα της στη λέξη «μάσκα» και αυτό γιατί, όπως είναι προφανές, αυτή η διαδικασία βαψίματος του προσώπου είναι ένα είδος «μασκαρέματος», μια προετοιμασία για την ενσάρκωση ενός ρόλου, όπως κάνουν οι ηθοποιοί στο θέατρο και οι μασκαράδες στο καρναβάλι, όταν υποδύονται κάτι άλλο από αυτό που είναι συνήθως. Στην περίπτωση του μακιγιάζ, αυτό που υποδυόμαστε πρέπει να είναι κάτι ωραιότερο, καλύτερο, πιο σαγηνευτικό από αυτό που είμαστε ή νιώθουμε ότι είμαστε κανονικά.