Οι σχέσεις περνάνε από διάφορα στάδια: του πάθους, του έρωτα, της συγχώνευσης, της αγάπης, της απομάκρυνσης, της αποξένωσης… και κάποιες, όχι λίγες δυστυχώς, φτάνουν κάποια στιγμή στο χωρισμό. Λογικά, από εκεί και πέρα, καινούργιοι κύκλοι σχέσεων αρχίζουν. Τι γίνεται, όμως, με τους πρώην; Τους ξεπερνάμε και προχωράμε ή παραμένει πάντα κάτι που μας συνδέει μαζί τους και δεν τους αφήνουμε πίσω ποτέ;




Ένας χωρισμός είναι μια επώδυνη διαδικασία. Έχουμε αγαπήσει έναν άνθρωπο, έχουμε μοιραστεί ένα κομμάτι της ζωής μας, έχουμε συνδεθεί λιγότερο ή περισσότερο μαζί του, αλλά δυστυχώς φτάνει μια στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι όλα αυτά που μας συνδέουν δεν είναι αρκετά για να μας κρατήσουν μαζί και έτσι αποφασίζουμε να χωρίσουμε. Ο χωρισμός κινητοποιεί παιδικά συναισθηματικά σχήματα. Η αποτυχία της σχέσης και η πικρή παραδοχή ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έκανε για εμάς και άρα πρέπει να φύγει από τη ζωή μας (όποιος κι αν έκανε το τελικό βήμα) ξυπνούν συναισθήματα απόρριψης και εγκατάλειψης, που είναι πιο δυνατά από οποιαδήποτε λογική εξήγηση και δικαιολογία. Όσο κι αν λέμε στον εαυτό μας ότι η σχέση αυτή δεν θα οδηγούσε πουθενά, ότι είχαμε από καιρό πάψει να είμαστε ευτυχισμένοι και δεν υπήρχε ελπίδα να είμαστε ­καλά στο μέλλον με τον άνθρωπο ­αυτό, δεν παύουμε να ­νιώθουμε προδομένοι, εγκατα­λελειμμένοι και άτυχοι. Το βαθύτερο συναίσθημα είναι ότι ο άλλος δεν μας αγάπησε αρκετά ή με το «σωστό» τρόπο, έτσι ώστε η σχέση να «πάει καλά».




Φεύγουμε, λοιπόν, από τη σχέση και τον άνθρωπο αυτό και συνεχίζουμε τη ζωή μας προσπαθώντας να διαχειριστούμε την κατάσταση, τις συνθήκες της καινούργιας μας καθημερινότητας και τα συναισθήματα που προκάλεσε ο χωρισμός: θλίψη, απογοήτευση, ενοχή, οργή, απελπισία, ανασφάλεια, φόβο, ανακούφιση ενδεχομένως, ίσως και μια αβέβαιη και δειλή, αρχικά, προσμονή για κάτι καινούργιο.
Αντιστροφή των συναισθημάτων Έτσι, στην τελική φάση του χωρισμού και στον πρώτο καιρό μετά (που μπορεί να διαρκέσει μήνες ή και χρόνια μερικές φορές), τα «καλά» συναισθήματα που είχαμε γι’ αυτό τον άνθρωπο μετατρέπονται σε «κακά». Η αγάπη γίνεται αντιπάθεια, περιφρόνηση ή μίσος, η εμπιστοσύνη κα­χυποψία, η οικειότητα αποξένωση, η έγνοια για τον άλλον εκδικητικότητα και μνησικακία. Και ακόμη κι αν εξακολουθούν να υπάρχουν υπολείμματα από «καλά» συναισθήματα και νοσταλγία για τις ωραίες στιγμές της σχέσης, υπερκαλύπτονται συνήθως στην αρχή από την πικρία για την αποτυχία της και την παιδική εμμονή να υπάρχει κάποιος άλλος που να φταίει γι’ αυτό: ο/η πρώην, δηλαδή!
Σε αυτή τη φάση, κάποιοι ρίχνονται σε άγρια μάχη διεκδικήσεων για να πάρουν το αίμα τους πίσω, άλλοι προσπαθούν με λογική και αυτοσυγκράτηση να διατηρήσουν χαμηλούς τους τόνους, άλλοι αποσύρονται και διακόπτουν κάθε επαφή με τον/την πρώην τους, προσπαθώντας με την απομάκρυνση αυτή να αποφύγουν νέες πληγές, μερικοί είναι «χαλαροί και άνετοι», δεν χάνουν όμως ευκαιρία να «θάψουν» τον/την πρώην τους και να κάνουν καυστικά σχόλια, δίνοντας έτσι διέξοδο στην πικρία και τη μνησικακία τους.
Ο στόχος, πάντως, όσο απεγνωσμένοι και παράλογοι κι αν είναι μερικές φορές οι τρόποι, είναι στο βάθος κοινός, η ανάγκη η ίδια: η αποδέσμευση από τη σχέση που έχει διαλυθεί και από τον/την πρώην, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί κάτι καινούργιο, μια νέα ταυτότητα και η συνέχιση της ζωής χωρίς αυτόν/αυτήν. Κάποια στιγμή, άλλοι πιο αργά και άλλοι πιο γρήγορα, άλλοι με περισσότερα τραύματα και άλλοι πιο ανώδυνα, το καταφέρνουν. Καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη σχέση. Ο ίδιος ο άνθρωπος, όμως, αυτός που φέρει πια τον παράξενο τίτλο «πρώην», ξεπερνιέται ποτέ οριστικά; Ή μήπως αυτό δεν είναι καν το ζητούμενο;




Πριν από μερικές δεκαετίες, το διαζύγιο ήταν ακόμη ένα μεγάλο ταμπού, το οποίο όλοι οι συμμετέχοντες βίωναν σαν ένα γεγονός τραγικό και ντροπιαστικό και αντιμετώπιζαν με ­μεγάλη αμηχανία που σε πολλές περιπτώσεις δεν ξεπερνιόταν ποτέ. Οι ίδιοι οι σύζυγοι δεν μιλούσαν για τους/τις πρώην τους, παρά μόνο σε στιγμές εκμυστήρευσης με πολύ δικούς τους ανθρώπους ή εντελώς περιστασιακά με ντροπή, ενοχή ή, στην καλύτερη περίπτωση, με μια άνεση ολωσδιόλου ψεύτικη και επιτηδευμένη.
Πολλά παιδιά μεγάλωναν χωρίς να μπορούν να αναφέρουν το όνομα του ενός γονιού μπροστά στον άλλον, σαν να επρόκειτο για ιεροσυλία. Οι σχέσεις των χωρισμένων ζευγαριών συχνά έμεναν για την υπόλοιπη ζωή τους εχθρικές, σαν ένας άγραφος νόμος να υπαγόρευε ότι μετά το διαζύγιο οι πρώην μπορούν να είναι μόνο εχθροί.




Τα πράγματα σήμερα έχουν αλλάξει πολύ. Όσοι ειδικοί ασχολούνται με το θέμα, ψυχολόγοι, σύμβουλοι γάμου, δικηγόροι, συμφωνούν στο ότι, με τη μεγάλη αύξηση των διαζυγίων αλλά και των πολλών «ελεύθερων» σχέσεων, άνδρες και γυναίκες ζουν πια πολλές «συναισθηματικές ζωές» μέσα σε μία ζωή. Έτσι, ένας χωρισμός, ένα δια­ζύγιο, όσο οδυνηρά κι αν είναι (και είναι πάντα, όσο καλή κι αν ήταν η σχέση που προηγήθηκε), δεν έχουν πια την τραγική σημασία που είχαν κάποτε.
Μαθαίνουμε, καλώς ή κακώς, να ζούμε με αυτό, με το ότι μια -πολλές φορές βαθιά και σημαντική- σχέση τελειώνει και πρέπει να προχωρή­σουμε χωρίς αυτήν. Οι πρώην, είτε ως μανάδες ή πατεράδες των παιδιών μας είτε ως άνθρωποι που κάποτε υπήρξαν τα πιο κοντινά μας πρόσωπα, είναι κομμάτι της ζωής μας. Όταν, λοιπόν, λέμε ότι πρέπει ή ότι θέλουμε να τους ξεπεράσουμε, σημαίνει στην ουσία ότι θέλουμε έναν καινούργιο τρόπο να συνυπάρχουμε μαζί τους. Και μάλλον δεν έχει σημασία αν εξακολουθούν να βρίσκονται γύρω μας ή αν έχουν μετακομίσει στην άλλη άκρη του κόσμου. Αυτό που έχει σημασία είναι να μπορούμε να αντέξουμε την παρουσία ή έστω τη σκέψη τους χωρίς να συνταρασσόμαστε από δυσάρεστα συναισθήματα.





Τι γίνεται, όμως, αν ο ένας αγαπά και θέλει τον άλλον ακόμη; Όπως όταν ένα αγαπημένο πρόσωπο πεθαίνει και είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε την απώλεια επειδή δεν μπορούμε να το φέρουμε πίσω, έτσι είναι κι όταν αναγκαζόμαστε να χωρίσουμε με κάποιον που αγαπάμε ακόμη επειδή το θέλει αυτός. Το λάθος που κάνουμε τότε είναι πως διατηρούμε την ελπίδα ότι με κάποιον τρόπο θα καταφέρουμε να τον φέρουμε πίσω, ακόμη κι αν μας έχει δείξει με χίλιους τρόπους ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ακούγεται παράξενο, αλλά η αντίδραση αυτή έχει την ίδια ποιότητα με την άρνηση κάποιου να δεχτεί ότι ένας αγαπημένος άνθρωπος πέθανε. Επιπλέον, αυτό που φοβόμαστε και αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι τα συναισθήματα απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, που συνήθως είναι πολύ αρνητικά, μιας και πιστεύουμε ότι αν ήμασταν πιο καλοί, πιο ωραίοι, πιο έξυπνοι, πιο… οτιδήποτε, θα είχε μείνει μαζί μας. Αυτό, όμως, σχεδόν ποτέ δεν είναι η πραγματικότητα. Για να ξεπεράσουμε λοιπόν τη σχέση, η καλύτερη βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας είναι να ανακτήσουμε, με όποιον τρόπο μπορούμε, τη χαμένη μας αυτοεκτίμηση – και συχνά γι’ αυτό χρειάζεται η βοήθεια ειδικού μετά το χωρισμό.





Αν, όμως, το μόνο που έχει απομείνει είναι έχθρα και μίσος; Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε κάποιον που νιώθουμε ότι μας έκανε κακό, μας εκμεταλλεύτηκε, μας εξαπάτησε; Τον πρώτο καιρό μετά το χωρισμό, όλα τα συναισθήματα είναι φυσιολογικά και αναμενόμενα, αναγκαίο αποτέλεσμα της βαθιάς απογοήτευσης που φέρνει ο χωρισμός. Όταν, όμως, καιρό μετά το χωρισμό, τα εχθρικά συναισθήματα συνεχίζουν να είναι έντονα, αυτό μπορεί να είναι ένας τρόπος να «καθυ­στερήσουμε» το χωρισμό. Όσο διατη­ρούμε δυνατά συναισθήματα για τον άλλον παρόλο που έχει φύγει, κρατάμε μέσα μας τη σχέση ζωντανή και αρνούμαστε να φύγουμε κι εμείς για να μη χαθεί οριστικά. Αρνούμαστε, επίσης, μισώντας και κατηγορώντας τον άλλο για όλα, να παραδεχτούμε και να διερευνήσουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης στην αποτυχία της σχέσης. Αυτό όμως πάντα υπάρχει, έστω κι αν ο άλλος ήταν αυτός που προκάλεσε το χωρισμό, που έκανε το οριστικό βήμα. Και η μόνη δυνατότητα που έχουμε να ξεπεράσουμε αυτή τη σχέση (και αν μη τι άλλο, τον πόνο που μας έχει προκαλέσει) και να μάθουμε κάτι από αυτήν είναι να ψάξουμε καλά μέσα μας (και σε αυτά που μας είπε ο/η πρώην, ίσως και κάποιοι καλοί φίλοι, και μας φάνηκαν άδικα), γι΄ αυτή την ευθύνη.




Όταν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τα έντονα συναισθήματα για τον/την πρώην, υπάρχει ηρεμία. Στην ιδανική περίπτωση, μπορεί κάποια στιγμή να φτάσουμε στο σημείο να εκπλαγούμε από τα συναισθήματα τρυφερότητας και βαθιάς συγγένειας που μπορεί να ανακαλύψουμε ότι τρέφουμε για αυτόν/αυτήν, όπως το περιγράφει η Σωτηρία:
«Με τον πρώην άνδρα μου ήμασταν 14 χρόνια παντρεμένοι και είχαμε δύο παιδιά όταν χωρίσαμε. Πέρασα δύσκολα μετά το διαζύγιο και για δύο χρόνια περίπου. Αν και βλεπόμασταν λόγω των παιδιών, υπήρχε πάντα ένταση μεταξύ μας. Αν και ήξερα ότι έπρεπε να χωρίσουμε, ένιωθα προδομένη, πικραμένη και είχα συνεχώς λόγους για να είμαι θυμωμένη μαζί του: για τα λεφτά, για τον τρόπο που συμπεριφερόταν στα παιδιά, ακόμη και για το πώς ζούσε τη ζωή του. Τελικά, σιγά-σιγά ηρεμήσαμε, κάναμε καινούργιες σχέσεις και οι δύο και πίστευα πια πως μου ήταν αδιάφορος, απορώντας μάλιστα με τον εαυτό μου πώς ο άνθρωπος που έζησα τόσο μαζί του μπορούσε να μη μου προκαλεί σχεδόν καθόλου συναισθήματα. Ώσπου, κάποια στιγμή, πέρασε μια περιπέτεια με την υγεία του και εκεί που δεν το περίμενα ένιωσα τόση ανησυχία, αγωνία και στενοχώρια, που εξεπλάγην κι εγώ η ίδια. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι ο άνθρωπος αυτός είναι στενός συγγενής μου, είναι οικογένειά μου και δεν θα πάψει ποτέ να είναι, όσο μακριά κι αν είναι οι ζωές μας. Αυτή η συνειδητοποίηση με έκανε να νιώσω πολύ καλά, σαν να κέρδισα κάτι, ένα κομμάτι από τον εαυτό μου που το θεωρούσα μάλλον χαμένο… »





Οι περισσότεροι σήμερα κάνουν αρκετές σχέσεις, και όχι όλες επιπόλαιες και περιστασιακές, πριν βρουν αυτόν ή αυτήν που θέλουν να παντρευτούν και να μοιραστούν τη ζωή τους. Έτσι, πολλές φορές «ανακυκλώνουν» τους πρώην έρωτές τους σε φιλίες, συνεχίζοντας αμέσως μετά το χωρισμό να ­κάνουν παρέα επειδή δεν θέλουν να τους «χάσουν». Από φόβο να μην ­αισθανθούν την απώλεια και το κενό που αυτή αφήνει, πηγαίνουν από τη μια σχέση στην επόμενη, συλλέγοντας πρώην εραστές και νυν κολλητούς.
Για να μπορέσουμε να φτιάξουμε μια ουσιαστική, καινούργια σχέση, πρέπει να βιώσουμε και να ξεπεράσουμε την απώλεια της προηγούμενης και να δημιουργήσουμε «χώρο» μέσα μας για τη νέα.