Όλοι θέλουμε να μας αγαπούν οι άλλοι. Γιατί, όμως, είναι ανάγκη κάποιοι από εμάς να φορτώνονται με το αποκλειστικό καθήκον να κρατούν τους υπόλοιπους ευχαριστημένους και τις σχέσεις γύρω τους ειρηνικές; Γιατί φοβούνται να πουν «όχι», για να μη διαταράξουν τις ισορροπίες και για να μη γίνουν αιτία να στενοχωρήσουν τους άλλους; Δεν μας φέρνουν πάντα τυχαίες καταστάσεις σε αυτή τη δυσάρεστη θέση: Να μη θέλουμε να κάνουμε κάτι και να μην μπορούμε να πούμε όχι. Συνήθως πρόκειται για στάση ζωής, για τον τρόπο που έχουμε μάθει να σχετιζόμαστε με τους άλλους, τον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια τους.

Κάνεις μια χάρη, την πληρώνεις μια ζωή
Η Μαρία είναι παντρεμένη 3 χρόνια με τον Δημήτρη. Από τότε που «επισημοποίησαν» τη σχέση τους, η μητέρα του ζήτησε (ή μάλλον απαίτησε) να τρώνε κάθε Κυριακή μαζί. Εκείνος, που σαν μοναχογιός τής έχει αδυναμία, εξήγησε τότε στη Μαρία ότι, επειδή η μητέρα του είχε μείνει πρόσφατα χήρα, τον είχε ανάγκη και ότι δεν ήθελε να την κάνει να νιώσει εγκαταλελειμμένη. Η Μαρία δέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα – δεν είχε λόγο να μην το κάνει και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να στενοχωρήσει τον Δημήτρη και την καινούργια της πεθερά. Όταν, όμως, ένα-δύο χρόνια μετά, η συνήθεια αυτή είχε γίνει απαράβατος κανόνας και σχεδόν ποτέ δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο γιατί θα είχαν να υποστούν μούτρα και παρεξηγήσεις, σταμάτησε να το κάνει με την καρδιά της. Και παρόλο που στενοχωριέται και θα ήθελε να αλλάξει αυτό, δεν τολμά να του πει «Όχι, ας μην πάμε» ή «Όχι, εγώ δεν θέλω να έρχομαι κάθε Κυριακή στη μητέρα σου». Να πώς δικαιολογεί η ίδια τη στάση της αυτή: «Δεν θέλω να γίνω η στριμμένη νύφη ούτε να με θεωρήσει ο άνδρας μου εγωίστρια, κι έτσι συνεχίζω να πηγαίνω…».
Η Μαρία δεν είναι καμία παράξενη εξαίρεση. Είτε στην οικογένεια είτε στη δουλειά, με φίλους, συγγενείς, γνωστούς, πολλοί από εμάς δεν τολμάμε να πούμε «όχι». Έτσι καταντάμε θύματα του ίδιου μας του ρόλου…

Άλλοι τα δίνουν όλα κι άλλοι δεν δίνουν τίποτα!
Υπάρχουν οι άνθρωποι που «θυματοποιούνται», υπάρχουν κι εκείνοι που δεν έχουν μάθει να κάνουν ποτέ «θυσίες» για τους άλλους, που στην πραγματικότητα αποφεύγουν το «δούναι» χωρίς να είναι σίγουρο ότι παραιτούνται από το «λαβείν».
• Αυτοί που λένε πάντα «ναι»: Για να είμαστε δίκαιοι, οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να πουν «όχι», συνήθως είναι πιο ευχάριστοι και πιο «εύκολοι» συνάνθρωποι. Κάνουν πιο εύκολα συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, είναι δοτικοί, σκέφτονται τους άλλους, βοηθούν, διευκολύνουν καταστάσεις. Είναι αυτοί που συχνά δεν μετράνε την κούρασή τους, όταν κάποιος άλλος τους χρειάζεται. Ποιος λέει ότι οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε, αντί για όλα αυτά, να ξέρουν να λένε «όχι» και να σκέφτονται πρώτα και πάνω από όλα τον εαυτό τους;
• Αυτοί που λένε πάντα «όχι»: Στο όνομα μιας λανθασμένα εννοούμενης «αυτοπεποίθησης», πολλές φορές εξυμνείται μια στάση ζωής εγωκεντρική, ιδιοτελής και αδιάφορη προς τους άλλους. Συναντάμε συχνά στην καθημερινότητά μας ανθρώπους που δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται διαρκώς σε θέση άμυνας και που με μια συμπεριφορά οριακά αντικοινωνική λένε κατά βάση «όχι», προκειμένου να διαφυλάξουν τα υποτιθέμενα όριά τους. Αυτοπεποίθηση, όμως, σημαίνει λιγότερο από όλα άμυνα. Αντίθετα, όσο περισσότερο γνωρίζει κάποιος τον εαυτό του, τόσο πιο άνετα μπορεί να παίρνει και ασφαλώς να δίνει στους άλλους.

Φτάνοντας στο αμήν
Το να είμαστε συνέχεια δοτικοί στις σχέσεις μας μπορεί να αποβεί τροχοπέδη γι’ αυτές, γιατί με αυτό τον τρόπο συσσωρεύουμε θυμό και απωθημένα. Πρέπει να έχουμε σχεδόν πάντα τη δυνατότητα να αρνηθούμε, κι ας ρισκάρουμε ότι μπορεί να μη μείνουν απόλυτα ευχαριστημένοι από εμάς! Όταν, όμως, δεν καταφέρνουμε να πούμε «όχι», νιώθουμε ότι οι άλλοι συνέχεια μας εξαναγκάζουν.
«Από μικρή προσφέρω» «Δεν ξέρω πώς έγινε ακριβώς, αλλά από μικρή έμαθα να προσφέρω στους άλλους, να προθυμοποιούμαι, να βοηθάω. Αυτό, όσο μεγαλώνω, όλο και πιο πολύ χαίρομαι που το έχω. Υπάρχουν συνάδελφοι στη δουλειά που, επειδή είμαι πάντα πρόθυμη τόσο απέναντι στο κοινό όσο και στους συναδέλφους, με θεωρούν κορόιδο. Δεν είναι έτσι, το κάνω γιατί το θέλω, και δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μπορεί να είναι επειδή θέλω να με αγαπάνε, να έχουν καλή γνώμη για μένα; Είναι σίγουρα κι αυτό, και τι έγινε; Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά του νομίσματος, και αυτή, ναι, θα ήθελα λίγο να αλλάξει. Αρκετές φορές ξεχνάω να μετρήσω τις δυνάμεις μου, τόσο τις σωματικές όσο και τις ψυχικές. Δυσκολεύομαι να πω “όχι”, ακόμη κι όταν ξέρω ότι θα ζοριστώ πολύ, και τελευταία το πλήρωσα με μια περιπέτεια υγείας, η οποία, όπως είπαν οι γιατροί, οφειλόταν σε υπερκόπωση…»
Αυτό που περιγράφει η Μαρία είναι χαρακτηριστικό για έναν άνθρωπο που, προκειμένου να μη δυσαρεστήσει τους άλλους, ξεπερνά τα όρια, ακόμη και της σωματικής του αντοχής. Η δυσκολία της δεν είναι το ότι δεν μπορεί να διαφυλάξει τα όριά της, αλλά ότι δεν γνωρίζει και η ίδια πού βρίσκονται αυτά. Κι ενώ είναι πράγματι ένας πολύ δοτικός άνθρωπος, λέει πολλές φορές «ναι» που δεν τα θέλει ή, διαφορετικά, για να αρνηθεί, πρέπει να εφεύρει ένα σωρό ψεύτικες δικαιολογίες.

Έχουμε και όρια!
Είναι σημαντικό να έχουμε την ικανότητα να πούμε «όχι» όταν χρειάζεται. Ορισμένα βασικά βήματα για να εξασκήσουμε την ικανότητα αυτή είναι:
• Να ξέρουμε τι θέλουμε! Να γνωρίσουμε εμείς καλύτερα τις επιθυμίες, τα όριά μας και αυτά που είναι για εμάς σημαντικά στη ζωή: τους ρυθμούς, τις αξίες, τις προτεραιότητες, τα γούστα μας. Όσο καλύτερα τα γνωρίζουμε, τόσο πιο σταθερά στεκόμαστε απέναντι σε αυτά που οι άλλοι ζητούν, περιμένουν ή απαιτούν από εμάς.
• Να είμαστε ρεαλιστές στην αντιμετώπιση των πιθανών συνεπειών του «όχι» μας. Είναι πράγματι αλήθεια ότι θα «το πάρουν στραβά»; Και αν ναι, είναι πράγματι δική μας η ευθύνη; Πόση ευθύνη φέρουμε για τα συναισθήματα των άλλων; Το ζητούμενο δεν είναι να μη μας «καίγεται καρφί» για τους άλλους, αλλά να απαλλαγούμε από άχρηστες ενοχές. Όσα κομμάτια κι αν γίνουμε, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να είναι όλοι ευχαριστημένοι μαζί μας!
• Να εκφράζουμε τη… δυσκολία μας. Ο άλλος μπορεί κάλλιστα να ξέρει ότι «Δεν μου είναι εύκολο να σου πω »όχι», αλλά…» ή «Φοβάμαι ότι θα θυμώσεις αν αρνηθώ…». Με αυτό τον τρόπο, γινόμαστε περισσότερο «σύμμαχοι» με τον άλλον και, επιπλέον, δεν τον σοκάρουμε με ένα απότομο «όχι».
• Να δίνουμε σταράτες εξηγήσεις. Δεν βοηθούν οι πολλές (και συχνά ψεύτικες) δικαιολογίες. Αν, όμως, «δομήσουμε» τις εξηγήσεις μας, βοηθάμε τον άλλο να καταλάβει καλύτερα τους λόγους της άρνησής μας. Ένα παράδειγμα: «Μου έδωσες αυτά τα ντοσιέ να τα τακτοποιήσω, αλλά είναι πάρα πολλή δουλειά και θα μείνει πίσω η άλλη δουλειά που έχω αναλάβει».
• Να Έχουμε το δικαίωμα να αλλάζουμε γνώμη. Δεν χρειάζεται να κρύβουμε από τον άλλον ότι μετανιώσαμε και να φοβόμαστε ότι η υπαναχώρησή μας είναι ένδειξη αγένειας ή αναξιοπιστίας. Δείχνει, αντίθετα, ότι υπολογίζουμε και σεβόμαστε τη σχέση και αυτόν που έχουμε απέναντί μας: « Μου ζήτησες αυτό και σου είπα »ναι», αλλά τελικά το σκέφτηκα και νομίζω ότι δεν με βολεύει καθόλου, δεν νομίζω ότι θα τα καταφέρω».
• Να μην αφήνουμε να μας «τουμπάρουν». Πρέπει να σεβόμαστε τα επιχειρήματα των άλλων, αλλά δεν πρέπει να «ενδίδουμε» στα «κόλπα» τους. Ορισμένοι άνθρωποι γίνονται φορτικοί όταν αντιμετω­πίζουν μια άρνηση και αρχίζουν τα χειριστικά επι­χειρήματα, όπως π.χ. «Εγώ θα το έκανα για σένα», στα οποία δεν είναι εύκολο να μην καμφθεί κανείς. Κι όμως, σε αυτούς ειδικά τους ανθρώπους, τους «μαέστρους του χειρισμού», είναι σημαντικό να βρούμε τρόπους να μην ενδίδουμε. Μπορούμε να μείνουμε φιλικοί, αλλά ανένδοτοι, λέγοντας π.χ.: «Σε πιστεύω ότι θα το έκανες για μένα, και θα το έκανα ίσως κι εγώ σε κάποια άλλη στιγμή, τώρα όμως πραγματικά δεν μπορώ».
• Να μαθαίνουμε για να μην παθαίνουμε. Και, φυσικά, είναι καλό να αναγνωρίσουμε και στο μέλλον να αποφεύγουμε τους ανθρώπους που ένα «όχι» μας τους μετατρέπει σε χρόνια παρεξηγημένους, αντίπαλους, εχθρούς.



Γιατί οι γυναίκες λένε «όχι» δυσκολότερα;

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι γυναίκες είναι αυτές που έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία να πουν «όχι», να δυσαρεστήσουν τους άλλους, να δειχτούν εγωίστριες. Μαθημένες από μικρές να αφουγκράζονται τις ανάγκες και τα συναισθήματα των γύρω τους και να παίρνουν το ρόλο του ειρηνευτή και του διαμεσολαβητή για να διασφαλίσουν την αρμονία στις σχέσεις, πολύ συχνά αναπτύσσουν την «ικανότητα» να λένε αυτόματα «ναι» σε ό,τι τους ζητήσουν. Οι άνδρες, από την άλλη, μαθημένοι να αντέχουν περισσότερο τις συγκρούσεις και τις δυσαρμονίες στις σχέσεις, δεν διστάζουν τόσο πολύ να εκφράσουν αυτό που θέλουν ή δεν θέλουν, αυτό που τους δυσαρεστεί και τους δυσκολεύει. Μόνο που για τις γυναίκες πολύ συχνά αυτή τους η «ικανότητα» γίνεται με τον καιρό βάρος που τις πιέζει αβάσταχτα και που εντέλει, αντίθετα με τον αρχικό σκοπό, επιδρά αρνητικά τόσο στις ίδιες όσο και στις σχέσεις τους.



Η κ. Λουίζα Βογιατζή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.