Εφηβεία: Μία διακοπή της ήρεμης ανάπτυξης

Tα περισσότερα προβλήματα παρουσιάζονται στην περίοδο της εφηβείας, που είναι εξ’ ορισμού μια δύσκολη περίοδος με ποικίλες αναταραχές τόσο συναισθηματικές όσο και αναπτυξιακές. H περίοδος της εφηβείας έχει χαρακτηριστεί από την Anna Freud ως μια διακοπή της «ήρεμης» ανάπτυξης του ατόμου. Η ύπαρξη συνεχούς ισορροπίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι από μόνη της μη φυσιολογική. Όσον αφορά την ψυχολογική ανάπτυξη ο έφηβος περνά από τρεις διαφορετικές εξελικτικές φάσεις: την πρώιμη, τη μέση και τη μεταγενέστερη.

Η πρώιμη εφηβεία χαρακτηρίζεται από ραγδαία σωματική ανάπτυξη και ωρίμανση, αλλαγές που συνοδεύονται από έντονη αυτο – εξερεύνηση κατά την οποία η εικόνα του σώματος αποκτά σημαντική βαρύτητα. Η ατελής και διαταραγμένη εικόνα του σώματος έχει αρκετές επιπτώσεις στις λειτουργίες του Εγώ. Η ανάγκη τους να νιώθουν φυσιολογικοί και να γίνονται αποδεκτοί από τους συνομήλικούς τους είναι βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου και μέσω αυτής της αποδοχής εξασφαλίζεται η φυσιολογική ανάπτυξη και η διαμόρφωση της κοινωνικής τους ταυτότητας.

Κατά τη διάρκεια της μετάβασης στη μέση εφηβεία αυξάνεται η ανάγκη της αυτονομίας και του ελέγχου των προσωπικών αποφάσεων. Αρχίζει να δημιουργείται η αίσθηση της ατομικότητας και ο έφηβος σχηματίζει το σχήμα των δικών του αξιών, ιδεών και στάσεων προς τη ζωή.

Η επίδραση της ομάδας των συνομηλίκων γίνεται πιο ισχυρή από αυτήν της οικογένειας, γεγονός που συντελεί στην εμφάνιση ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Η σταθερότητα στη ζωή ενός εφήβου επέρχεται με την είσοδό του στη μεταγενέστερη φάση, της οποίας η αίσια κατάληξη συνδέεται με την εδραίωση ξεκάθαρων επαγγελματικών στόχων και μιας σφαιρικής αίσθησης της προσωπικής ταυτότητας, η οποία αφορά την προσαρμογή σε ένα σωματικό, γνωστικό και κοινωνικό εαυτό. Επίσης στη φάση αυτή τίθενται οι σχέσεις με τους γονείς σε νέα βάση, που χαρακτηρίζονται πλέον από λιγότερη ή καθόλου εξάρτηση.

Οι αλλαγές που συντελούνται σε σωματικό επίπεδο και καθορίζουν τη σεξουαλική τους ανάπτυξη συχνά προκαλούν φόβο στους νέους αυτής της ηλικίας, λόγω της έλλειψης της ικανότητας ελέγχου των αλλαγών αυτών. Ο έφηβος καλείται να εξοικειωθεί με τις συμβαίνουσες σωματικές μεταβολές και να αναπτύξει την αίσθηση της ώριμης σωματικής του ανάπτυξης.

Η άφιξη ή η ήδη ύπαρξη του διαβήτη στην ηλικία της εφηβείας αγγίζει ένα άτομο που είναι ήδη αγχωμένο και απασχολημένο με τη σωματική του ανάπτυξη, δεδομένων όλων των αλλαγών που συμβαίνουν στους εφήβους. Γνωρίζουμε από έρευνες ότι η εμφάνιση του διαβήτη στην ηλικία της εφηβείας δημιουργεί μια ναρκισσιστική «πληγή» στον έφηβο που επιφέρει ένα έντονο άγχος και ανησυχία για το σώμα του. Αντιλαμβάνεται το μέλλον του με εμπόδια, αισθάνεται ότι έχει λίγα εφόδια και ότι απειλείται από κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, η προσωρινή αποδιοργάνωση της προσωπικότητας κατά την εφηβεία είναι κάτι το φυσιολογικό που επανέρχεται σε φυσιολογικές μορφές συμπεριφοράς και καταλήγει τις περισσότερες φορές απλώς σε κάποιες νευρώσεις που όλοι έχουμε. Πρέπει να αναφερθεί ότι η λεπτομερής διαδικασία των αιματολογικών εξετάσεων και η απαραίτητη τήρηση του πλαισίου ρύθμισης, οδηγούν στη διαμόρφωση ενός νευρωτικού χαρακτήρα με ψυχαναγκαστικές κλίσεις. Μακροπρόθεσμα βέβαια αυτά έχουν και θετικά αποτελέσματα αφού σύμφωνα με έρευνες ψυχολόγων από την Ουγγαρία η κοινωνικό-επαγγελματική επιτυχία εφήβων με διαβήτη είναι μεγαλύτερη από εκείνη των εφήβων χωρίς διαβήτη.

Η πρώτη αντίδραση

Η πρώτη ψυχολογική αντίδραση απέναντι στην ασθένεια διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μετά το στάδιο της θεωρητικής και της πρακτικής εκπαίδευσης στο νοσοκομείο και με την επιστροφή στο σπίτι επικρατεί μία φάση κατάθλιψης, ανεξάρτητα από αυτή που εμφανίζεται κάποιες φορές στους γονείς. Αυτή η φάση κατάθλιψης συνδέεται εν μέρη με το παρελθόν του παιδιού, την παιδική του ηλικία η οποία συνδυάζεται με την αναζήτηση ορθολογικών απαντήσεων για την προέλευση και τις ρίζες της ασθένειας. Βεβαίως υπάρχουν και παιδιά που αναζητούν μαγικές απαντήσεις, έξω από τη λογική. Αναζητούνται λόγοι του πρόσφατου ή παλαιότερου παρελθόντος συμπεριλαμβάνοντας τον εαυτό τους ή τους κοντινούς είτε την κοινωνία. Αυτή η αναζήτηση του «γιατί» εδραιώνει ασυνείδητες ψυχικές λειτουργίες όπως η ενοχή, η μανία καταδίωξης και η μοιρολατρία. Η αναζήτηση ορθολογικών απαντήσεων για τα αίτια της ασθένειας εκφράζει μια απόπειρα του εφήβου να ξεπεράσει αυτό το στάδιο και να θέσει στόχους, να δημιουργήσει ένα προσωπικό πεπρωμένο. Το πεπρωμένο αυτό όμως συχνά φαντάζει στα μάτια και στο μυαλό ενός εφήβου με διαβήτη δυσοίωνο. Αυτή η περίοδος κατάθλιψης συνδέεται άμεσα με το θεραπευτικό πλαίσιο, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διατροφή καθώς οι έφηβοι πιστεύουν ότι απομακρύνονται οριστικά από την κοινωνία και τους νέους της ηλικίας τους. Αυτή η φάση είναι κρίσιμη γιατί προκαλεί κατάθλιψη, άγχος, ακόμη και σχέση εξάρτησης από τους γονείς και υπερπροστασία από την πλευρά των γονιών.

Όσον αφορά τον καθημερινό αυτοέλεγχο και τα αποτελέσματά του, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κίνητρο για να είναι θετικά τα αποτελέσματα είναι οι επιπλοκές που μπορούν να παρουσιαστούν. Εκτιμάται ότι ένας στους τρεις εφήβους με διαβήτη «κλέβει» στα αποτελέσματα ή στις δόσεις ινσουλίνης κάποια στιγμή έτσι ώστε όλα να δείχνουν φυσιολογικά. Ψυχοπαθολογικά, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευτεί ως μία προσπάθεια απάρνησης (αποποίησης) της ασθένειας.

Ο ρόλος της ψυχολογικής αντιμετώπισης

Η ψυχολογική αντιμετώπιση περιλαμβάνει παρεμβάσεις που έχουν ως στόχο την ενίσχυση, την υποστήριξη, τη συμβουλευτική των ατόμων με διαβήτη, με ατομική ή ομαδική ψυχοθεραπεία, ή ακόμα και οικογενειακή θεραπεία σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδοοικογενειακές συγκρούσεις. Είναι γνωστό ότι η ομαδική ψυχοθεραπεία στους εφήβους με κακή ρύθμιση του διαβήτη έχει θεαματικά αποτελέσματα αφού ο έφηβος μοιράζεται το ίδιο πρόβλημα με συνομήλικα μέλη της ομάδας, ξεπερνά τους φόβους του, και δέχεται καινούργιες προτάσεις και λύσεις για τον καλύτερο χειρισμό της ασθένειας.

Πώς αντιδρά ο έφηβος μόλις του αναγγελθεί ότι έχει διαβήτη;

Η διάγνωση του διαβήτη στην ηλικία της εφηβείας αποτελεί ένα σοκ για τον έφηβο που ήδη τον απασχολεί και τον αγχώνει η σωματική του εξέλιξη, δεδομένου των εφηβικών αλλαγών (σωματικών, οργανικών, ψυχολογικών). Έρευνες έχουν δείξει τη δυσκολία που υπάρχει σε αυτή την ηλικία για τους εφήβους να οργανώσουν τον ψυχισμό τους χωρίς να υποτιμήσουν τον εαυτό τους. Η ναρκισσιστική πληγή που δημιουργεί ο διαβήτης επιφέρει μια πολύ σημαντική ανησυχία και άγχος για το σώμα τους. Αντιλαμβάνονται το μέλλον τους δύσκολο, με εμπόδια και απειλητικό. Ωστόσο, αυτή η αποδιοργάνωση της προσωπικότητας που συνδέεται με τη διαγνωστική περίοδο διορθώνεται συνήθως με την πάροδο του χρόνου.

Ντρέπεται να πει στους φίλους ότι έχει διαβήτη, και γιατί;

Συμβαίνει συχνά στην αρχή της διάγνωσης ο έφηβος να ντρέπεται να μιλήσει στους φίλους του για το διαβήτη και αυτό συνδέεται αφενός με τις θεραπευτικές ιδιαιτερότητες του διαβήτη δηλαδή με τις καθημερινές ενέσεις, και αφετέρου με τις διαιτολογικές ιδιαιτερότητες. Ο έφηβος πιστεύει ότι αυτές οι ιδιαιτερότητες θα τον απομονώσουν οριστικά από τους φίλους της ηλικίας του και από την κοινωνία.

Υπάρχουν διαφορές στη συμπεριφορά / αντίδραση του διαβητικού εφήβου στην πόλη και στην επαρχία;

Έχει παρατηρηθεί ότι στην επαρχεία και κυρίως σε χωριά απομονωμένα από τις μεγαλουπόλεις ο διαβητικός έφηβος συμπεριφέρεται και αντιδρά πολύ πιο αρνητικά από το νέο με διαβήτη που έχει γεννηθεί και ζει στην πόλη. Αυτό εξηγείται κυρίως από την άγνοια και την έλλειψη ενημέρωσης πάνω στην πάθηση. Επειδή όπως είναι γνωστό η άγνοια γεννά το φόβο, συμβαίνει οι άνθρωποι στα χωριά να πιστεύουν ότι είναι κάτι κολλητικό ή ότι είναι θανατηφόρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο έφηβος με διαβήτη να είναι «δακτυλοδεικτούμενος» και να απομονώνεται. Αξίζει να σημειωθεί ακόμα μια φορά ότι σημαντικό ρόλο παίζει το επίπεδο και η στάση της οικογενείας απέναντι στο διαβήτη, καθώς και η ενημέρωση από μια επιστημονική ομάδα.

Η προσπάθεια να απεξαρτηθεί από τους γονείς

Η ηλικία της εφηβείας είναι μία μεταβατική περίοδος από την παιδική ηλικία προς την ενήλικη ηλικία, όπου ο έφηβος καλείται να αποδείξει ότι είναι ικανός να αναλάβει τον εαυτό του. Σε αυτή την προβληματική ο διαβήτης έρχεται να επιβαρύνει και να δυσκολέψει την κατάσταση για τον έφηβο, και πολλές φορές παρατηρείται μία σχέση εξάρτησης και προσκόλλησης στους γονείς. Οι γονείς συχνά επίσης δεν διαχειρίζονται σωστά ούτε τη σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας. Πολλές φορές παρατηρείται υπερπροστασία του παιδιού με διαβήτη και παραμέληση του παιδιού χωρίς διαβήτη. Ανάμεσα στα αδέρφια δεν είναι απίθανο να παρατηρείται ανταγωνισμός, προσπάθεια δηλαδή να αποδείξει ότι μπορεί να καταφέρει ότι και ο άλλος αδελφός (ίδιας ή και μεγαλύτερης ηλικίας).

Πόσο συχνή είναι η εμφάνιση κατάθλιψης στους διαβητικούς εφήβους; Πώς αυτή επηρεάζει τη ρύθμιση του διαβήτη και τη σχέση με τους άλλους;

Οι πιο συχνές ψυχικές διαταραχές που παρουσιάζουν οι έφηβοι με διαβήτη είναι το άγχος και η κατάθλιψη. Στα στάδια που ακολουθούν την διάγνωση παρατηρείται αντιδραστική κατάθλιψη ως προς τον διαβήτη. Επίσης έχει παρατηρηθεί «κατάθλιψη κατωτερότητας» η οποία χαρακτηρίζεται από το αίσθημα χαμηλής αυτοεκτίμησης. Οι αναπαραστάσεις του εαυτού έχουν υποστεί κάποιες παραμορφώσεις που απέχουν από την επιθυμητή εικόνα. Σε αυτή την περίπτωση ο έφηβος νιώθει τον διαβήτη ως «εισβολέα» στη ζωή του, νιώθει ότι δεν είναι ίδιος με τους άλλους, ότι δεν είναι ικανός να κάνει κάποια πράγματα και απομονώνεται.

Γενικά τα περιστατικά κατάθλιψης και χαμηλής αυτοεκτίμησης ελαττώνονται καθώς μπαίνει ο έφηβος με διαβήτη στο τέλος της εφηβείας (όπως και στους εφήβους χωρίς διαβήτη), μετά τα 17-20 χρόνια αρχίζει η αποδοχή του σώματος και η αποδοχή της ασθένειας.