Ενδιαφέρουσα έρευνα από 2 μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα (του Κέιμπριτζ και της Ουτρέχτης) δείχνει ότι όταν αυξάνονται τα επίπεδα της τεστοστερόνης (ορμόνη που υπάρχει και στο γυναικείο οργανισμό και ρυθμίζει την τριχοφυΐα, την ερωτική επιθυμία των γυναικών και άλλες λειτουργίες), μειώνεται η ικανότητά μας να ερμηνεύουμε τις εκφράσεις των άλλων ατόμων (π.χ. να αντιλαμβανόμαστε γρήγορα αν το χαμόγελό τους είναι ειρωνικό ή απεναντίας θλιμμένο, αν κάνουν γκριμάτσα φόβου ή χαράς κλπ.).

Συγκεκριμένα, η τεστοστερόνη χορηγήθηκε με υπογλώσσιο σε γυναίκες εθελόντριες, στις οποίες μετά επιδείχθηκαν φωτογραφίες ατόμων με διάφορες εκφράσεις και διαπιστώθηκε ότι οι συμμετέχουσες παρουσίασαν μειωμένη ενσυναίσθηση.

Η ενσυναίσθηση είναι τρόπον τινά για τους ψυχολόγους το πρώτο βήμα για την κατανόηση και τη συμπάθεια, αλλά αυτή καθαυτή δεν ταυτίζεται με συναισθήματα. Θεωρείται περισσότερο μια λογική διεργασία αντίληψης. Χάρη σε αυτήν, «διαβάζουμε» τις σκέψεις ή τις προθέσεις των άλλων, αποκωδικοποιώντας τις εκφράσεις του προσώπου τους. Αν και η ενσυναίσθηση δεν αποτελεί επακριβώς συναίσθημα, χωρίς αυτή δυσκολευόμαστε να προχωρήσουμε στα κοινωνικά συναισθήματα της κατανόησης, της συμπάθειας και του οίκτου.

Η μελέτη δεν έγινε, πάντως, για να κατανοήσουμε πληρέστερα την ψυχοσύνθεσή μας, αλλά για τη διερεύνηση των αιτίων του αυτισμού, μιας διαταραχής που αφήνει το άτομο σχεδόν γυμνό συναισθημάτων και με μεγάλη δυσκολία ταύτισης με τους άλλους. Όμως, πέρα από τη σημασία της για τον επιστημονικό τομέα του αυτισμού, είναι ενδιαφέρουσα και για την ψυχολογία της πλειονότητας των ανθρώπων, δηλαδή και των μη αυτιστικών ατόμων.

Όσον αφορά τη διαταραχή του αυτισμού, οι ειδικοί που σχολίασαν το θέμα σε μεγάλες αμερικανικές και βρετανικές εφημερίδες, υπογραμμίζουν ότι η προαναφερόμενη έρευνα είναι μεν εμπεριστατωμένη, πλην όμως περιορίστηκε σε μόλις 16 εθελόντριες και δεν αποδεικνύει αδιαμφισβήτητα τη σχέση τεστοστερόνης και αυτισμού.

Επιμένουν, μάλιστα, οι περισσότεροι ιδιαίτερα σε αυτό το ζήτημα (της τεκμηρίωσης), επειδή πολλοί έχουν υιοθετήσει βιαστικά τη θεωρία της τεστοστερόνης χωρίς αυτή να έχει αποδειχθεί και ήδη χορηγούν ανταγωνιστές τεστοστερόνης σε παιδιά με αυτισμό, προκαλώντας σε αυτά ουσιαστικά ένα είδος ευνουχισμού.

Η θεωρία περί τεστοστερόνης και αυτισμού αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια, μετά από έρευνες που έδειξαν ότι οι εγκυμονούσες με υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης στη διάρκεια της κύησής τους έχουν αυξημένες πιθανότητες να φέρουν στον κόσμο αυτιστικά παιδιά. Για τον αυτισμό έχουν ενοχοποιηθεί και διάφορα γονίδια, όπως και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όμως, αν και πολλά στοιχεία φαίνεται να επιδεινώνουν το πρόβλημα, η γενεσιουργός αιτία της διαταραχής παραμένει ουσιαστικά άγνωστη.