Ειδικοί διαπίστωσαν ότι ίσως το πρόβλημα της προεκλαμψίας που εκδηλώνουν κάποιες εγκυμονούσες (πρόκειται για απότομη αύξηση της αρτηριακής πίεσης) οφείλεται στην υπερδραστηριότητα ενός συγκεκριμένου γονιδίου. Το γονίδιο αυτό κανονικά ρυθμίζει μαζί με άλλα την ανοσοποιητική αντίδραση του οργανισμού μας σε ξένα σώματα ή μικρόβια και ιούς.
Σύμφωνα με ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνα, η προεκλαμψία είναι αυτοάνοσο νόσημα – ένα νόσημα, δηλαδή, που εκδηλώνεται όταν ο οργανισμός, για άγνωστους λόγους, αρχίζει να επιτίθεται στον εαυτό του, αντιμετωπίζοντας διάφορα δικά του στοιχεία ως ξένα σώματα έναντι των οποίων πρέπει να αμυνθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ειδικοί στη Βόρεια Καρολίνα διερεύνησαν ποια γονίδια μπορεί να συνδέονται με τον αυτοάνοσο χαρακτήρα της προεκλαμψίας και συγκεκριμένα ποια γονίδια κάνουν τον οργανισμό της μητέρας να αντιμετωπίζει ως ξένο σώμα των πλακούντα. Διαπίστωσαν ότι μερικά γονίδια ήταν όντως πιο δραστήρια στις γυναίκες που παρουσίαζαν προεκλαμψία -σαν να ήταν «αρρύθμιστα».
Ο επικεφαλής της έρευνας, δρ. Jorge Piedrahita, δήλωσε σχετικά: «Εντοπίσαμε ως πιο ύποπτο για την προεκλαμψία ένα συγκεκριμένο ένζυμο που συνδέεται με τη σειρά του με ένα συγκεκριμένο γονίδιο, το SIAE.
»Αυτό το ένζυμο συνδέεται με το ανοσοποιητικό μας σύστημα, γιατί είναι εκείνο που βοηθά τον οργανισμό να ξεχωρίσει με σαφήνεια τα ξένα κύτταρα από τα δικά του. Όταν διαταράσσονται τα επίπεδα του ενζύμου, ο οργανισμός παύει να αναγνωρίζει με ευκολία τα ξένα κύτταρα και αρχίζει κατά λάθος να επιτίθεται και στα δικά του.
»Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν βρήκαμε τη γενεσιουργό αιτία της προεκλαμψίας και πιθανόν να πρέπει να συνεχίσουμε τις έρευνες, αλλά σίγουρα βρήκαμε ένα από τα βασικά αίτιά της. Αυτό είναι χρήσιμο, γιατί ίσως ενταχθεί στον έλεγχο ρουτίνας των εγκύων, ώστε να ξέρουν αν έχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν προεκλαμψία». Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση «Placenta».
Γονίδιο για την προεκλαμψία
Ειδικοί διαπίστωσαν ότι ίσως το πρόβλημα της προεκλαμψίας που εκδηλώνουν κάποιες εγκυμονούσες οφείλεται στην υπερδραστηριότητα ενός συγκεκριμένου γονιδίου.