Οι λιγότερες από 6 ώρες ύπνου, αλλά και οι περισσότερες από 8 φαίνεται ότι σχετίζονται με την επιδείνωση αρκετών νοητικών λειτουργιών. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της επιδείνωσης σε ό,τι αφορά τη μνήμη, το λεξιλόγιο και τη λογική επεξεργασία των πληροφοριών, οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του University College London τονίζουν ότι τόσο οι ανεπαρκείς όσο και οι πολλές ώρες ύπνου ύπνου μάς γερνούν κατά 4-7 χρόνια.

Η επιδημιολογική έρευνα έγινε σε 5.431 άνδρες και γυναίκες 35-55 ετών, διήρκεσε πάνω από μία πενταετία και τα αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Sleep».

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, το 58% των ανδρών και το 50% των γυναικών συνέχιζαν να κοιμούνται τις ίδιες ώρες κάθε βράδυ. Ωστόσο, το 7,4% των γυναικών και το 8,6% των ανδρών αύξησαν κατά μία ώρα τον ύπνο τους – από 7 σε 8 ώρες.

Αυτή η αλλαγή συνοδεύτηκε από μια αντίστοιχη μείωσης της απόδοσης αυτών των συμμετεχόντων στα νοητικά τεστ στα οποία τους υπέβαλαν οι ερευνητές, κάτι που δεν παρατηρήθηκε σε όσους δεν είχαν αλλάξει το ωράριο του ύπνου τους. Επίσης, το 25% των γυναικών και το 18% των ανδρών ανέφεραν μείωση στις ώρες του ύπνου τους, η οποία συνδυάστηκε με αντίστοιχη μείωση της απόδοσής τους σε 3 έως 6 νοητικά τεστ.

Οι ερευνητές εξηγούν ότι αν και χρειάζονται περισσότερες ακόμη μελέτες για τις συνέπειες του ανεπαρκούς ύπνου στην υγεία, εντούτοις αυτός έχει ήδη συσχετιστεί με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης, διαβήτη, υψηλής χοληστερίνης, καθώς και με την παχυσαρκία. Όσον αφορά τη βλαπτική επίδραση των αυξημένων ωρών του ύπνου, εικάζουν ότι ίσως να συνδέονται με ορισμένα προβλήματα υγείας, που αναγκάζουν τον πάσχοντα να κοιμάται περισσότερο.