Νεότερη ευρωπαϊκή έρευνα από το βελγικό Πανεπιστήμιο του Leuven υποστηρίζει ότι εκείνοι που καταναλώνουν πολύ αλάτι δεν κινδυνεύουν περισσότερο να παρουσιάσουν υπέρταση σε σύγκριση με όσους τρώνε ανάλατα φαγητά.

Μάλιστα, στην έρευνα φάνηκε ότι οι πρώτοι -δηλαδή όσοι προτιμούν τα αλμυρά- είναι και λιγότερο πιθανό να πεθάνουν από καρδιαγγειακά νοσήματα.

«Η έρευνά μας προφανώς δεν είναι συμβατή με την τρέχουσα οδηγία για τη μείωση της κατανάλωσης αλατιού στο γενικό πληθυσμό», δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας, δρ. Jan Staessen, σύμφωνα με τον οποίο οι σχετικές οδηγίες όσον αφορά τη μειωμένη κατανάλωση αλατιού στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. βασίζονται στα δεδομένα μικρών ερευνών σε εθελοντές συμμετέχοντες.

Η ευρωπαϊκή έρευνα που δημοσιεύτηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «Journal of the American Medical Association» μελέτησε τα δεδομένα της κατανάλωσης αλατιού 3.700 Ευρωπαίων για 8 χρόνια. Στην έναρξη της έρευνας οι συμμετέχοντες δεν είχαν καρδιαγγειακά νοσήματα και τα 2/3 αυτών δεν είχαν υπέρταση.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε 3 ομάδες: της υψηλής, της χαμηλής και της μέτριας κατανάλωσης αλατιού.

Διαπιστώθηκε ότι οι πιθανότητες εκδήλωσης καρδιαγγειακών παθήσεων δεν διέφεραν μεταξύ των τριών ομάδων. Το ενδιαφέρον είναι ότι εκείνοι με τη μικρότερη κατανάλωση αλατιού είχαν 4% πιθανότητες θανάτου από καρδιαγγειακά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε εκείνους με τη μεγαλύτερη κατανάλωση αλατιού ήταν μόλις 1%.

Επίσης, και στις 3 ομάδες συμμετεχόντων, ο ένας στους τέσσερις (εξ όσων δεν είχαν πίεση στην αρχή της έρευνας) παρουσίασε υπέρταση. Η μείωση του αλατιού μπορεί να είναι μια καλή σύσταση για τις περιπτώσεις όσων έχουν ήδη υπέρταση ή στεφανιαία νόσο, αλλά σύμφωνα με το δρ. Staessen, δεν αποδεικνύεται ότι η κατανάλωση αλατιού από τους υγιείς μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση των περιστατικών υπέρτασης και στεφανιαίας νόσου.