Όσοι μειώνουν την ημερήσια πρόσληψη θερμίδων κατά 25% μπορεί να ζήσουν περισσότερο από εκείνους που εξακολουθούν να τρώνε τις ίδιες ποσότητες, σύμφωνα με νεότερη έρευνα από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η μείωση στις προσλαμβανόμενες θερμίδες σχετίζεται με τη μείωση της θερμοκρασίας του σώματος, γεγονός που θεωρείται ότι αποτελεί παράγοντα επιμήκυνσης της ζωής.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας, δρ. Luigi Fontana, όσοι ακολουθούν υποθερμιδική διατροφή έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία σώματος κατά 0,2βαθμούς Κελσίου κατά μέσο όρο. Η μείωση μπορεί να φαίνεται μικρή, αλλά θεωρείται στατιστικά σημαντική και είναι αντίστοιχη με τη μείωση που έχει ήδη παρατηρηθεί σε προηγούμενες έρευνες στη μέση θερμοκρασία πειραματόζωων που τρέφονταν με υποθερμιδικές δίαιτες.

Στο πλαίσιο της έρευνας, οι ειδικοί συνέκριναν τη θερμοκρασία του σώματος 24 συμμετεχόντων, 55-60 χρονών, οι οποίοι ακολουθούσαν υποθερμιδική διατροφή για τουλάχιστον 6 χρόνια, με εκείνη 24 συνομηλίκων τους που κατανάλωναν μια κλασική δυτικού τύπου διατροφή πλουσιότατη σε λίπος και θερμίδες. Παράλληλα μετρήθηκε και η θερμοκρασία 24 δρομέων παρόμοιας ηλικίας, προκειμένου να καταστεί σαφές αν παίζει ρόλο ο περιορισμός των θερμίδων στη θερμοκρασία του σώματος ή αυτή είναι ούτως ή άλλως πιο χαμηλή σε όσους έχουν καλή φυσική κατάσταση και είναι αδύνατοι. Σύμφωνα με το δρ. Fontana, οι δρομείς, παρότι ήταν εξίσου αδύνατοι με εκείνους που τρέφονταν υποθερμιδικά, είχαν υψηλότερη θερμοκρασία σώματος.

Ωστόσο, οι ειδικοί εξηγούν ότι παρότι παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι ο περιορισμός των θερμίδων μπορεί να διπλασιάσει ή να τριπλασιάσει τη διάρκεια ζωής απλών οργανισμών, δεν μπορεί να υπολογιστεί επαρκώς πόσα παραπάνω χρόνια μπορεί να ζήσουν οι άνθρωποι που τρώνε ελάχιστα. Πάντως, εκείνοι που εφαρμόζουν αυτή τη μέθοδο δηλώνουν, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι προσδοκούν να περάσουν τα 100.