Οι άνθρωποι που περνούν ώρες μπροστά στην τηλεόραση έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν ή να παρουσιάσουν διαβήτη και καρδιαγγειακές παθήσεις. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατη αμερικανική έρευνα, ακόμη και η παρακολούθηση μόνο 2 ωρών την ημέρα μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο θάνατο.

Και αυτή φυσικά δεν είναι η μόνη μελέτη που συνδέει το χρόνο παρακολούθησης τηλεόρασης με επιπτώσεις στην υγεία μας. Πολλές μελέτες έχουν διαπιστώσει μια ισχυρή σύνδεση με την παχυσαρκία. Συγκεκριμένα, σε έρευνα που έγινε το 2007 φάνηκε ότι η πολύωρη τηλεθέαση συσχετίζεται και με υψηλότερη αρτηριακή πίεση σε παχύσαρκα παιδιά. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι τα υπέρβαρα παιδιά που παρακολουθούν διαφημίσεις τροφίμων έχουν την τάση να διπλασιάζουν την πρόσληψη τροφής τους.

Κάθε μέρα οι αμερικάνοι παρακολουθούν κατά μέσο όρο 5 ώρες τηλεόραση, ενώ οι Αυστραλοί και κάποιοι Ευρωπαίοι 3,5 με 4 ώρες, επισημαίνουν ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ με επικεφαλής τον Frunk Hu.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης, βασίστηκε σε μετα-ανάλυση 8 προηγούμενων μελετών, στις οποίες είχε διερευνηθεί η πορεία της υγείας περισσότερων από 200.000 ανθρώπων για περίπου 7 με 10 χρόνια σε σχέση με την παρακολούθηση τηλεόρασης.

Ο Hu και η ομάδα του διαπίστωσαν ότι για κάθε 2 ώρες καθημερινής παρακολούθησης τηλεόρασης ο κίνδυνος για εμφάνιση διαβήτη τύπου 2 αυξανόταν κατά 20%, οι πιθανότητες για ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων αυξανόταν κατά 15% και κατά 13% αυξάνονταν οι πιθανότητες θανάτου.

Βασιζόμενοι, λοιπόν, σε αυτά τα αποτελέσματα, οι ερευνητές εκτιμούν ότι σε μια ομάδα 100.000 ανθρώπων, μειώνοντας το καθημερινό χρόνο παρακολούθησης τηλεόρασης κατά 2 ώρες, μπορούν να αποτραπούν 176 νέες περιπτώσεις διαβήτη, 38 περιπτώσεις μοιραίων καρδιαγγειακών παθήσεων και 104 πρόωροι θάνατοι κάθε χρόνο.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, όλα αυτά συμβαίνουν γιατί οι άνθρωποι που βλέπουν πολλή τηλεόραση διαφέρουν από αυτούς που βλέπουν λιγότερη, ειδικά σε ό,τι αφορά τις διατροφικές τους συνήθειες (π.χ. κατανάλωση junk food) και τη σωματική τους δραστηριότητα (π.χ. πολύωρη καθήλωση στον καναπέ).