Σύμφωνα με μια νέα μεγάλης κλίμακας σουηδική μελέτη, οι μαστογραφίες μειώνουν τους θανάτους από καρκίνο του μαστού σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι πίστευαν έως τώρα οι ειδικοί.

Οι γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα παρακολουθήθηκαν για σχεδόν 3 δεκαετίες – πρόκειται για το μεγαλύτερο διάστημα παρακολούθησης που σημειώθηκε ποτέ σε σχετική μελέτη. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι τα οφέλη της μαστογραφίας είναι περισσότερο αντιληπτά μετά την πρώτη δεκαετία της εφαρμογής της και καθώς τα χρόνια περνούν.

Στη νέα έρευνα, ο επικεφαλής καθηγητής Stephen W. Duffy και η ομάδα του παρακολούθησαν περισσότερες από 133.000 γυναίκες ηλικίας 40-74 ετών που ζούσαν σε 2 σουηδικές επαρχίες. Οι ερευνητές χώρισαν τις γυναίκες σε 2 μεγάλες ομάδες. Οι γυναίκες της μιας ομάδας έκαναν μαστογραφίες, ενώ εκείνες της δεύτερης έκαναν την κλασική κλινική παρακολούθηση. Οι γυναίκες ηλικίας 40-49 ετών έκαναν μαστογραφία κάθε 2 χρόνια, οι γυναίκες ηλικίας 50-74 ετών κάθε 33 μήνες. Η παρακολούθησή τους διήρκεσε 29 χρόνια.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι για κάθε 1.000-1.500 μαστογραφίες μπόρεσε να προληφθεί ένας θάνατος από καρκίνο του μαστού. Τα περισσότερα οφέλη όσον αφορά την πρόληψη των θανάτων από καρκίνο του μαστού παρατηρήθηκαν μετά την πρώτη δεκαετία παρακολούθησης των γυναικών, με άλλα λόγια μετά την ηλικία των 50 ετών. Συνολικά οι ερευνητές διαπίστωσαν 30% λιγότερους θανάτους από καρκίνο του μαστού στην ομάδα των γυναικών που έκαναν μαστογραφίες συγκριτικά με εκείνες που ανήκαν στην ομάδα ελέγχου.

Ωστόσο, το γεγονός ότι στην ηλικία των 40-49 ετών τα οφέλη της εξέτασης δεν ήταν τόσο ορατά όσο μετά την ηλικία των 50 ετών εξακολουθεί να τροφοδοτεί τη διχογνωμία των ειδικών όσον αφορά την ηλικία έναρξης των μαστογραφιών, καθώς και το πότε πρέπει να επαναλαμβάνονται.

Σύμφωνα με τη δρ. Virginia Moyer, επικεφαλής της αμερικανικής Preventive Service Task Force, συνιστώνται μαστογραφίες κάθε 2 χρόνια για τις γυναίκες 50-74 ετών, ενώ μια γυναίκα κάτω των 50 ετών συνιστάται να συζητήσει με το γιατρό της το ενδεχόμενο να κάνει μαστογραφίες κάθε 2 χρόνια.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Radiology».