Σύμφωνα με νεότερη βρετανική έρευνα, τα παιδιά που έχουν θηλάσει φαίνεται ότι έχουν καλύτερη απόδοση σε τεστ που αφορούν το λεξιλόγιό τους και την αντιληπτική τους ικανότητα στην ηλικία των 5 ετών, σε σύγκριση με εκείνα που δεν έχουν θηλάσει.

Ο θηλασμός φάνηκε ιδιαίτερα ευεργετικός, σύμφωνα με τους ερευνητές, κυρίως για τις περιπτώσεις των παιδιών που είχαν γεννηθεί πρόωρα και τα οποία είχαν να καλύψουν μεγαλύτερη αναπτυξιακή «απόσταση». Ο θηλασμός έχει συσχετιστεί με μια πληθώρα ευεργετικών δράσεων στην υγεία, όπως μειωμένο κίνδυνο λοιμώξεων και αλλεργιών, αλλά οι ερευνητές δεν είναι βέβαιοι για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ενισχύει τη λειτουργία του εγκεφάλου, αν και υπάρχουν αρκετές θεωρίες.

Σύμφωνα με την επικεφαλής ερευνήτρια Amanda Sacker από το Πανεπιστήμιο του Essex, ίσως το όφελος του θηλασμού να οφείλεται στα λιπαρά οξέα που περιέχει το μητρικό γάλα, τα οποία είναι ωφέλιμα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, στην περιεκτικότητά του σε ορμόνες και παράγοντες ανάπτυξης που δεν έχει το έτοιμο γάλα ή ακόμη και στο γεγονός ότι τα παιδιά που θηλάζουν δέχονται περισσότερο τα μητρικά χάδια.

Στην έρευνα μελετήθηκαν 12.000 μωρά που γεννήθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία μεταξύ του 2000 και του 2002. Οι ερευνητές παρακολούθησαν το κατά πόσον τα μωρά είχαν θηλάσει. Στη συνέχεια, στην ηλικία των 5 ετών, τα παιδιά υποβλήθηκαν σε τεστ όσον αφορά το λεξιλόγιό τους, τη λογική και την αντίληψη του χώρου.

Τα παιδιά που είχαν θηλάσει για 4-6 μήνες είχαν ένα αναπτυξιακό προβάδισμα σε σύγκριση με εκείνα που δεν είχαν θηλάσει. Ακόμη και τα πρόωρα που είχαν θηλάσει έστω και για 2 μήνες είχαν προβάδισμα έναντι εκείνων που δεν είχαν θηλάσει. «Οι διαφορές είναι κατ’ ουσίαν μικρές αν το καλοσκεφτεί κανείς, αλλά για τα παιδιά που ξεκινούν με λιγότερα εφόδια (όπως τα πρόωρα), τα αναπτυξιακά κενά τείνουν να μεγαλώνουν και όχι να μικραίνουν με την ηλικία», δήλωσε η κ. Sacker.