Τα φάρμακα που χορηγούνται στο πλαίσιο της θεραπείας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σχετίζονται με την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης λευχαιμίας στα παιδιά, σύμφωνα με γαλλική έρευνα. Ο επικεφαλής ερευνητής δρ. Jeremie Rudant από το Γαλλικό Κέντρο Επιδημιολογικών Ερευνών του Ινστιτούτου INSERM δήλωσε ότι «πάντοτε υπήρχε η υποψία ότι οι τεχνολογίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μπορεί να εμπλέκονται στην έναρξη του παιδικού καρκίνου, καθώς περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις την ώρα της σύλληψης ή και τον χειρισμό του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου.

Και τώρα πλέον τεκμηριώνεται ότι ένα μεγάλο ποσοστό περιστατικών οξείας λευχαιμίας έχουν προγεννητική προέλευση. Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τώρα χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να διερευνήσουμε πιο στενά τη σχέση ανάμεσα σε συγκεκριμένους τύπους φαρμάκων που χορηγούνται στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, καθώς και του ρόλου που ενδεχομένως παίζουν τα αίτια της υπογονιμότητας σε κάθε περίπτωση στην πιθανή ανάπτυξη της παιδικής λευχαιμίας».

Στην έρευνα πήραν μέρος 2.445 παιδιά και οι μητέρες τους. Τα 764 παιδιά είχαν λευχαιμία και τα 1.681 ήταν υγιή. Οι μητέρες ερωτήθηκαν για το αν είχαν προσπαθήσει πάνω από ένα χρόνο να συλλάβουν και για το αν είχαν υποβληθεί σε θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα παιδιά ήταν 2,6 φορές πιο πιθανό να νοσήσουν με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία εάν οι μητέρες τους είχαν πάρει διεγερτικά των ωοθηκών φάρμακα. Αυξημένος ήταν και ο κίνδυνος για τα παιδιά τα οποία είχαν συλληφθεί φυσιολογικά, αλλά πριν από αυτό οι μητέρες τους είχαν προσπαθήσει να μείνουν έγκυες με θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Επίσης, είχαν κατά 2,3 φορές πιο αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν από μια πιο σπάνια μορφή της νόσου, την οξεία μυελοειδή λευχαιμία.

Οι γάλλοι ερευνητές δεν μπορούν να εξηγήσουν τα ευρήματά τους, τα πρώτα που δείχνουν ότι υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ των φαρμάκων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και της παιδικής λευχαιμίας.