Οι ουρολοιμώξεις ταλαιπωρούν συχνά τις γυναίκες και δυσχεραίνουν την ποιότητα ζωής τους, ενώ για την αντιμετώπισή τους χορηγούνται συχνά αντιβιοτικά. Η συστηματική λήψη των αντιβιοτικών από την άλλη μεριά έχει συσχετιστεί με τη δημιουργία ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων, όπως το E.coli, το οποίο σχετίζεται με τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος.

Μια νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ σε 252 γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση επιχειρεί να καταδείξει αν τα αντιβιοτικά ή τα προβιοτικά (καλά βακτήρια που εξισορροπούν τη μικροβιακή χλωρίδα του οργανισμού) προλαμβάνουν και καταπολεμούν πιο αποτελεσματικά τις ουρολοιμώξεις.

Όλες οι συμμετέχουσες στο πείραμα είχαν τουλάχιστον τρία επεισόδια ουρολοιμώξεων τον χρόνο. Οι ειδικοί χώρισαν τις γυναίκες σε δύο ομάδες. Οι γυναίκες της μιας ομάδας έπαιρναν καθημερινά αντιβίωση χαμηλής δόσης επί 12 μήνες, ενώ εκείνες της δεύτερης ομάδας έπαιρναν καθημερινά δύο κάψουλες προβιοτικών.

Στο τέλος της έρευνας, υπήρχε μια ελαφριά υπεροχή των αντιβιοτικών σε σχέση με τα προβιοτικά όσον αφορά την πρόληψη των ουρολοιμώξεων. Οι γυναίκες που έπαιρναν αντιβίωση είχαν 2,9 περιστατικά ουρολοίμωξης ανά άτομο στη διάρκεια του έτους, ενώ εκείνες που έπαιρναν τα προβιοτικά είχαν 3,3 περιστατικά ανά άτομο κατά μέσο όρο. Επίσης, οι γυναίκες που έπαιρναν αντιβίωση παρέμεναν έως και έξι μήνες χωρίς συμπτώματα, ενώ για τις γυναίκες που έπαιρναν προβιοτικά το αντίστοιχο διάστημα ανερχόταν σε τρεις μήνες.

Από την άλλη μεριά, όμως, μετά την έρευνα το 80-95% των βακτηρίων παρουσίαζαν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά στις γυναίκες που λάμβαναν αντιβίωση. Στην αρχή της έρευνας το ποσοστό ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων ανερχόταν σε 20-40% για όλες τις γυναίκες. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, όπως ήδη ειπώθηκε, είχε αυξηθεί η ανθεκτικότητα στην ομάδα των γυναικών που έπαιρνε αντιβίωση, ενώ σε εκείνες που έπαιρναν προβιοτικά είχε μειωθεί.

Από την άλλη μεριά, η έρευνα είχε και σοβαρούς περιορισμούς, δεδομένου ότι μέχρι το τέλος του χρόνου σχεδόν 80% των γυναικών είχαν εγκαταλείψει την έρευνα εξαιτίας παρενεργειών (π.χ. διάρροια) τόσο από τη λήψη προβιοτικών όσο και από τη λήψη αντιβιοτικών, αλλά και εξαιτίας άλλων λόγων.