Ανοδική τάση παρουσιάζουν οι αλλεργίες στην Ελλάδα. Τα κρούσματα αλλεργικών αντιδράσεων αυξήθηκαν κατά 50% τα τελευταία 30 χρόνια. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις στατιστικές, ο ένας στους τρεις θα αναπτύξει κάποιου είδους αλλεργία κατά τη διάρκεια της ζωής του. Πρόσφατα επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι το 22% του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο πάσχει από κάποια μορφή αλλεργίας. Οι ίδιες μελέτες δείχνουν επίσης ότι οι αλλεργίες ευθύνονται άμεσα ή έμμεσα για το θάνατο 180.000 ατόμων κάθε χρόνο, παγκοσμίως.

Η αλόγιστη παρέμβασή μας στη φύση, με την καταστροφή του δασικού πλούτου, την αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, παράλληλα με την αλλαγή στον τρόπο διαβίωσης σε «αποστειρωμένα» διαμερίσματα, μακριά από τη φύση και χωρίς ουσιαστική επαφή με ζώα, έχει οδηγήσει σε περιβαλλοντικά αδιέξοδα και εντυπωσιακή αύξηση των αλλεργικών νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του αλλεργικού βρογχικού άσθματος.

Τα παραπάνω επισήμαναν οι αλλεργιολόγοι κ. Ιωάννης Παρασκευόπουλος και κ. Τζένη Καψάλη, Πρόεδρος και Ταμίας αντίστοιχα της Ελληνικής Εταιρείας Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας, στο πλαίσιο ημερίδας που πραγματοποιήθηκε με θέμα: «Αλλεργικό Βρογχικό Άσθμα: Προκλήσεις στην Αντιμετώπιση μιας Χρόνιας Νόσου».

Σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες στις δυτικού τύπου κοινωνίες αυξάνεται η συχνότητα του βρογχικού άσθματος (χρόνια νόσος των πνευμόνων). Χαρακτηρίζεται από μόνιμη φλεγμονή των αεραγωγών που με τη σειρά της προκαλεί υπεραντιδραστικότητα των βρόγχων και στένωση των αεραγωγών.

Στις περισσότερες περιπτώσεις το βρογχικό άσθμα οφείλεται σε κάποιο αλλεργιογόνο, το οποίο όπως και στην περίπτωση της αλλεργικής ρινίτιδας μπορεί να είναι γύρη, ακάρεα οικιακής σκόνης, μύκητες της ατμόσφαιρας και επιθήλια ζώων, όπως σκύλος, γάτα. Τότε χαρακτηρίζεται ως αλλεργικό βρογχικό άσθμα.

Το ποσοστό εκδήλωσης βρογχικού άσθματος στην παιδική ηλικία κυμαίνεται από 8% – 15% και είναι πιο συχνό στα αγόρια. Βάσει των στατιστικών, το 35% – 50% των παιδιών στην εφηβεία σταματούν να έχουν πρόβλημα. Τα μισά απ’ αυτά όμως, θα εκδηλώσουν ξανά συμπτώματα άσθματος στην ηλικία των 25 – 35 ετών.

Η αντιμετώπιση των αλλεργικών παθήσεων του αναπνευστικού στηρίζεται στην αποφυγή του υπεύθυνου αλλεργιογόνου , στην αντιμετώπιση με φαρμακευτική θεραπεία και στην απαλλαγή από αυτές με την ανοσοθεραπεία ή θεραπεία απευαισθητοποίησης.

Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει αρκετές κατηγορίες φαρμάκων τόσο για την αλλεργική ρινίτιδα όσο και για το βρογχικό άσθμα και στοχεύει στον έλεγχο των συμπτωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής για την αλλεργική ρινίτιδα όσο και για το βρογχικό άσθμα μπορεί να χρησιμοποιήσει αντιϊσταμινικά σε μορφή χαπιών, σπρέι ή οφθαλμικές σταγόνες, κορντιζονούχα ρινικά σπρέι, αντιλευκοτριενικά και αποσυμφορητικά. Η θεραπεία για το βρογχικό άσθμα περιλαμβάνει εισπνεόμενα φάρμακα για την άμεση αντιμετώπιση της δύσπνοιας όπως οι λεγόμενοι β2 διεγέρτες, καθώς και φάρμακα για τον έλεγχο και μείωση της φλεγμονής όπως είναι εισπνεόμενα κορντιζονούχα, αντιλευκοτριενικά, θεοφυλλίνη κ.α. Η ανοσοθεραπεία αποτελεί μορφή θεραπείας για τις περιπτώσεις αλλεργικής ρινίτιδας, αλλεργικού βρογχικού άσθματος και αλλεργίας στο δηλητήριο των Υμενοπτέρων (σφηκών και μελισσών).

Τα τελευταία χρόνια στη θεραπεία του άσθματος έχουν εισαχθεί νεότερα φάρμακα όπως η Ομαλιζουμάμπη η οποία είναι μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο, αναστέλλοντας τη λειτουργία της IgE, μειώνει τα συμπτώματα και έχει ένδειξη χρήσης στο μέτριο και βαρύ βρογχικό άσθμα. Η Ομαλιζουμάμπη αποτελεί μια καινοτόμο θεραπεία που συμβάλει σημαντικά στη μείωση των παροξυσμών του άσθματος, τη βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας και κατά συνέπεια στην συνολική βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Στοχεύει στη ρίζα του προβλήματος, δεσμεύοντας την ανοσοσφαιρίνη Ε (IgE) η οποία, αναγνωρίζοντας ως «εχθρούς» αλλεργιογόνα, θέτει σε λειτουργία την αλλεργική αντίδραση.

Γενικά η θεραπεία ενός χρόνιου νοσήματος όπως το βρογχικό άσθμα απαιτεί τακτική παρακολούθηση από αλλεργιολόγο, σαφή καθορισμό του θεραπευτικού πλάνου, οδηγίες χρήσης των φαρμάκων, πρόληψη για την περίπτωση αιφνίδιων ασθματικών κρίσεων και καταγραφή της συμπτωματολογίας εκ μέρους του ασθενούς με τη μορφή ειδικών ερωτηματολογίων και ροομέτρου.