H Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ηπατίτιδας εορτάζεται κάθε χρόνο στις 28 Ιουλίου και καθιερώθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας με σκοπό την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του πληθυσμού, ώστε να κάνει τις απαραίτητες εξετάσεις για τη διάγνωση της νόσου.

Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Ήπατος επισημαίνει ότι η ηπατίτιδα σπανίως εμφανίζει συμπτώματα, αλλά μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο. Κάθε χρόνο σχεδόν 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη πεθαίνουν από ηπατίτιδα. Οι θάνατοι από ηπατίτιδα είναι περισσότεροι από ό,τι από τον ιό του ΑΙDS. Υπολογίζεται ότι σε παγκόσμιο επίπεδο 1 στους 12 συνανθρώπους μας έχει προσβληθεί από τον ιό της Ηπατίτιδας B ή C, ποσοστό πολύ υψηλότερο από αυτό των φορέων του HIV . Τονίζουμε εδώ ότι ο ιός της ηπατίτιδας Β είναι το μεγαλύτερο καρκινογόνο μετά το κάπνισμα.

Στη χώρα μας, 400.000 Έλληνες πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα Β ή C και οι περισσότεροι από αυτούς δεν το γνωρίζουν. Επίσης, πρόσφατοι υπολογισμοί στη Γαλλία και στις Η.Π.Α. προβλέπουν αύξηση κατά 61% των περιπτώσεων κίρρωσης και 68% των περιπτώσεων ηπατοκυτταρικού καρκίνου, ενώ αντίστοιχη μελέτη στην Ελλάδα υπολόγισε ότι θα έχουμε αύξηση κατά 21% των κιρρωτικών ασθενών και κατά 30% των περιστατικών πρωτοπαθούς καρκίνου του ήπατος σε έδαφος χρόνιας ηπατίτιδας C.

Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Ήπατος επισημαίνει επίσης ότι παρόλο που στη διάρκεια των τελευταίων ετών έχει σημειωθεί σημαντική μείωση του επιπολασμού της χρόνιας ηπατίτιδας Β, στη χώρα μας καταγράφονται υψηλά ποσοστά ηπατίτιδας Β σε πληθυσμούς οικονομικών μεταναστών που ζούν και εργάζονται στη χώρα μας. Τα δεδομένα αυτά προκύπτουν από πρόσφατη πανελλήνια έρευνα του Κέντρου Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων (ΚΕΕΛΠΝΟ). Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό των νέων περιστατικών με χρόνια ηπατίτιδα C διαπιστώνεται σε χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών.

Η χρόνια ιογενής ηπατίτιδα προκαλείται από τους ιούς της ηπατίτιδας B και C και αποτελεί σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκοσμίως, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ. Η ιογενείς ηπατίτιδες B και C μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο, σχετίζονται με σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα και απαιτούν ειδικές θεραπευτικές παρεμβάσεις.

Στη χώρα μας, ο επιπολασμός για τη χρόνια ηπατίτιδα Β υπολογίζεται σε 2,5-3% του πληθυσμού και για την ηπατίτιδα C σε 1,5-2% του πληθυσμού, ενώ η επίπτωση των χρόνιων ιογενών ηπατίτιδων ποικίλλει ανά γεωγραφικό διαμέρισμα και πληθυσμό. Ο ιός της ηπατίτιδας Β μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, παρεντερικά (η παρεντερική μετάδοση γίνεται μέσω τραυματισμού με μολυσμένα υλικά, όπως βελόνες, τρύπημα των αυτιών, τατουάζ και μολυσμένα ιατρικά και οδοντιατρικά εργαλεία) και από μητέρα με HBsAg (+) στο παιδί κατά την κύηση ή τον τοκετό (κάθετη μετάδοση). Ο ιός της ηπατίτιδας C μεταδίδεται κυρίως με την παρεντερική επαφή και σπανιότερα με τη σεξουαλική επαφή ή με κάθετη μετάδοση από μητέρα σε παιδί.