Η εξήγηση για το γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι ανταποκρίνονται σε εικονικές θεραπείες με «φάρμακα» τα οποία δεν έχουν δραστικές ουσίες (π.χ., χάπια ζάχαρης), ίσως βρίσκεται στα γονίδιά τους, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό PLoS ONE.



Αμερικανοί ερευνητές από το Beth Israel Deaconess Medical Center υπέβαλαν σε σχετικές δοκιμασίες 104 ασθενείς με σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Τα άτομα των δυο πρώτων ομάδων υποβλήθηκαν σε εικονικό βελονισμό. Οι βελόνες δηλαδή δεν εισήχθηκαν πραγματικά στο δέρμα τους.



Στα άτομα της πρώτης ομάδας ο εικονικός βελονισμός έγινε σε ένα απρόσιτο και ψυχρό χώρο, ενώ σε εκείνα της δεύτερης ο εικονικός βελονισμός έγινε από ένα πολύ φιλικό και οικείο θεραπευτή. Στα άτομα της τρίτης ομάδας δεν χορηγήθηκε θεραπεία. Μετά από τρεις εβδομάδες οι ασθενείς ερωτήθηκαν για τυχόν βελτίωση των γαστρεντερικών συμπτωμάτων τους.



Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι όσοι έφεραν μια παραλλαγή του γονιδίου COMT παρατήρησαν βελτίωση με τον εικονικό βελονισμό, ανεξαρτήτως του περιβάλλοντος στο οποίο αυτός έγινε. Σύμφωνα με την επικεφαλής ερευνήτρια Dr Kathryn Hall ο λόγος που οι ειδικοί επέλεξαν να εξετάσουν το συγκεκριμένο γονίδιο είναι επειδή επηρεάζει το έργο της ντοπαμίνης, του νευροδιαβιβαστή που έχει συσχετιστεί με το αίσθημα της ευφορίας και ο οποίος έχει φανεί ότι ενεργοποιείται σε ανθρώπους που ανταποκρίνονται σε εικονικές θεραπείες.



Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η έρευνά αυτή, αν και πολύ μικρή, θα μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημα του γιατί ορισμένοι ανταποκρίνονται στο placebo, ενώ άλλοι όχι. Από την άλλη μεριά, όμως, πολλοί ειδικοί είναι επιφυλακτικοί επισημαίνοντας όχι μόνο ότι η έρευνα είναι μικρή, αλλά και ότι πέραν της ντοπαμίνης, υπάρχουν και άλλοι νευροδιαβιβαστές όπως η σεροτονίνη που εμπλέκονται στην ανταπόκριση του ασθενούς σε θεραπείες placebo.