Η λήψη κορτιζόνης αυξάνει τον κίνδυνο οξείας παγκρεατίτιδας, σύμφωνα με σουηδούς ερευνητές, ενώ απειλή για το πάγκρεας συνιστούν και ορισμένα αντιδιαβητικά φάρμακα, σύμφωνα με αμερικανική έρευνα.

Οι δύο έρευνες -η πρώτη από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Σουηδίας και η δεύτερη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου «Johns Hopkins»- δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση «JAMA Internal Medicine».

H ανάλυση των σουηδών ερευνητών έδειξε ότι οι ασθενείς που λάμβαναν κορτιζόνη σε δισκία είχαν κατά 70% υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης οξείας παγκρεατίτιδας. Ο συσχετισμός παρατηρήθηκε τρεις ημέρες μετά την έναρξη της αγωγής, υποδηλώνοντας ότι το πιθανότερο αίτιο είναι η λήψη κορτιζόνης και όχι η ίδια η ασθένεια (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα).

Οι ερευνητές, ωστόσο, επισημαίνουν ότι δεν διαπιστώθηκε ο ίδιος συσχετισμός σε όσους λάμβαναν εισπνεόμενη κορτιζόνη, όπως π.χ. οι πάσχοντες από άσθμα. Από την άλλη μεριά, όμως, επισημαίνουν ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν κορτιζόνη από το στόμα καλό είναι να απέχουν από το αλκοόλ και το κάπνισμα, που αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την οξεία παγκρεατίτιδα, μια κατάσταση που στο 15-20% των περιπτώσεων μπορεί να αποβεί θανατηφόρος.

Όσον αφορά την αμερικανική έρευνα, διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς με διαβήτη που λάμβαναν ορισμένα αντιδιαβητικά φάρμακα (GLP-1 ανάλογα όπως η σιταγλιπτίνη και η εξενατίδη) είχαν διπλάσιες πιθανότητες να νοσηλευτούν με οξεία παγκρεατίτιδα μέσα σε εξήντα μέρες από την έναρξη της αγωγής σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν άλλου τύπου αντιδιαβητική αγωγή. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ασθενείς πρέπει να μην αγνοήσουν συμπτώματα όπως ναυτία, εμετός και κοιλιακό άλγος, τα οποία είναι ενδεικτικά της παγκρεατίτιδας.

«Τα νεότερα αντιδιαβητικά φάρμακα είναι πολύ αποτελεσματικά στη μείωση της γλυκόζης. Ωστόσο, ενδέχεται να μην έχουν διερευνηθεί πλήρως σοβαρά ζητήματα που αφορούν την ασφάλειά τους και ορισμένες παρενέργειές τους, όπως η οξεία παγκρεατίτιδα, η οποία γίνεται αντιληπτή μετά από την εκτεταμένη χρήση του φαρμάκου στον πληθυσμό και αφού έχει λάβει επίσημη έγκριση», είπε ο επικεφαλής ερευνητής Σόναλ Σάινγκ, επίκουρος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου «Johns Hopkins».