Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις όσον αφορά την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και ειδικότερα την εξωσωματική γονιμοποίηση, είναι το να βρεθεί το έμβρυο εκείνο που μπορεί να εμφυτευτεί επιτυχώς στη μήτρα και να αναπτυχθεί ομαλά. Δυστυχώς, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τα έμβρυα που εμφυτεύονται δεν οδηγούν σε επιτυχημένη εγκυμοσύνη, εξαιτίας κάποιας χρωμοσωμικής ανωμαλίας, η οποία δεν είναι εφικτό να εντοπιστεί από τους εμβρυολόγους με τη χρήση των συμβατικών μεθόδων, αλλά για την ανίχνευσή της απαιτείται προεμφυτευτικός έλεγχος σε ένα ή λίγα κύτταρα που αφαιρούνται από το πρώιμο έμβρυο.

Ωστόσο, πρόσφατη μελέτη σε ανθρώπινες βλαστοκύστες 5 ημερών (δηλαδή σε γονιμοποιημένα ωάρια που είχαν αναπτυχθεί έως το στάδιο των πέντε ημερών) έδειξε ότι εκείνες που παρουσίασαν χρωμοσωμική ανωμαλία ήταν δυνατόν να εντοπιστούν με βάση το ρυθμό με τον οποίο έφτασαν στο στάδιο αυτό της ανάπτυξής τους. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές βρήκαν ότι ένα ποσοστό των εμβρύων με χρωμοσωμικές ανωμαλίες παρουσίασαν καθυστέρηση στην έναρξη του σχηματισμού βλαστοκύστης, αλλά και στην ολοκλήρωση του συγκεκριμένου σταδίου σε σχέση με τα φυσιολογικά έμβρυα.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση θα μπορέσει να επιτρέψει την έγκαιρη αξιολόγηση του κινδύνου γενετικής ανωμαλίας των εμβρύων, ώστε τα «καλύτερα» να εμφυτευτούν στη μήτρα χωρίς την ανάγκη βιοψίας. Όπως δήλωσε και η βασική συγγραφέας της μελέτης Alison Campbell: «Αυτό το μη επεμβατικό μοντέλο για την ταξινόμηση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποφευχθεί η επιλογή των εμβρύων υψηλού κινδύνου».