Φρεσκοτυπωμένο βιβλίο, ή απλώς καινούργιο, μυρωδιά από μελάνι στο ξεφύλλισμα των σελίδων του, ανυπομονησία για την ανάγνωση του περιεχομένου του. Οι αναμνήσεις που ανακαλεί το τρίτομο Ανθολόγιο του 1975 στους σημερινούς ενήλικες οι οποίοι υπήρξαν οι μαθητές που στην αρχή της σχολικής χρονιάς έπαιρναν στα χέρια τους το «Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού» είναι για όλους, λίγο πολύ, παρόμοιες. Τα σχολικά βιβλία του δημοτικού δημιουργούν αισθήματα νοσταλγίας για το παρελθόν το οποίο οι άνθρωποι έχουμε μάλλον την τάση να εξιδανικεύουμε. Λίγα ωστόσο έχουν αγαπηθεί όσο το Ανθολόγιο. Σε ελάχιστα, δε, πιστώνεται η δημιουργία φιλαναγνωστών. Γενιές ολόκληρες παιδιών ανά την Ελλάδα έσπευδαν να διαβάσουν τα κείμενά του.
Η εμφάνιση του Ανθολογίου στο δημοτικό σχολείο της Μεταπολίτευσης φαίνεται πως, με κάποιον τρόπο, εντασσόταν στον αέρα ανανέωσης που φυσούσε στην Ελλάδα στην προσπάθεια αφενός του αστικού εκσυγχρονισμού της χώρας που, αισιόδοξη, προχωρούσε προς την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και αφετέρου της μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης, σε μια χώρα όπου το ¼ των πολιτών της ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι. Το Σύνταγμα του 1975 ανήγε τη δωρεάν παιδεία σε «δημόσιο αγαθό» και δικαίωμα όλων, έθετε, μεταξύ άλλων, ως σκοπό της εκπαίδευσης τη διάπλαση των Ελλήνων «ως ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών», επέκτεινε την υποχρεωτική εκπαίδευση από τα έξι χρόνια στα εννιά και καθιέρωνε τη δημοτική ως τη γλώσσα της εκπαίδευσης, βάζοντας έτσι τέλος στο ακανθώδες «γλωσσικό ζήτημα», τη φλογερή διαμάχη μεταξύ των υπερασπιστών της καθαρεύουσας και των δημοτικιστών που ταλαιπώρησε επί δύο ολόκληρους αιώνες τον πνευματικό κόσμο, γενικότερα, και την εκπαίδευση, ειδικότερα.
Οι τρεις τόμοι του Ανθολογίου φαίνεται πως έγιναν δεκτοί ως βιβλία των υψηλών επιδόσεων που οπωσδήποτε διασφάλιζαν οι επόπτες του όλου έργου, ο καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γ. Π. Σαββίδης και ο (μετέπειτα πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας) Μιχαήλ Στασινόπουλος, καθώς και τα μέλη της συντακτικής του επιτροπής, ο Αριστείδης Βουγιούκας, ο ιστορικός της εκπαίδευσης Αλέξης Δημαράς, η Καλή Δοξιάδη, οι συγγραφείς Γιώργος Ιωάννου και Λίνα Κάσδαγλη, η εκπαιδευτικός Καλλιόπη Μουστάκα.
Στο δημοτικό σχολείο, τιμή και δόξα, εισέρχονταν και συνδυάζονταν δημιουργικά στο ίδιο βιβλίο (αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα του ανά χείρας τρίτου μέρους του Ανθολογίου που απευθυνόταν στους «μεγάλους», δηλαδή στους μαθητές της Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού) ο Διγενής Ακρίτας μα και ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Ηλίας Βενέζης και ο Άγγελος Βλάχος μα και ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης μα και ο Αντώνης Σαμαράκης και ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Γιάννης Μακρυγιάννης μα και η Μαρία Ιορδανίδου και η Έλλη Αλεξίου, ο Λορέντζος Μαβίλης μα και ο Δημήτρης Ψαθάς, η Πηνελόπη Δέλτα μα και η Λιλίκα Νάκου, η Άλκη Ζέη και η Αγγελική Βαρελλά. Και μόνο με την παράθεση των παραπάνω ονομάτων καθίσταται φανερό ότι δεν ανθολογούνται αυστηρά κείμενα ειδικά γραμμένα για παιδιά, αλλά κείμενα τα οποία θεωρούνται κατάλληλα για την παιδική ηλικία, κάτι που σήμερα ίσως χρειάζεται να ξαναθυμηθούμε όσοι ενδιαφερόμαστε να εμπλουτίσουμε βιβλιοθήκες που απευθύνονται σε παιδιά, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα τον συναισθηματικό και ψυχικό τους κόσμο, τον λόγο και τη φαντασία τους.
Το εξώφυλλο και τα κοσμήματα στο βιβλίο (το οποίο αποτελεί πιστή, φωτογραφική, αναπαραγωγή της μονοτονικής ΙΣΤ΄ έκδοσής του από τον ΟΕΔΒ το 1999) υπογράφει ο ζωγράφος και χαράκτης Αγήνωρ Αστεριάδης (Λάρισα, 1898 – Αθήνα, 1977). Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1915 έως το 1921, με δασκάλους τον Γεώργιο Ιακωβίδη, τον Νικόλαο Λύτρα κ.ά. Με την αποφοίτησή του, συμμετείχε σε πολλές πανελλήνιες και διεθνείς εκθέσεις. Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε με την αγιογράφηση εκκλησιών και την εικονογράφηση. Το βιβλίο του Παιδικά σχέδια, που εξέδωσε σε συνεργασία με τον ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου, τιμήθηκε με το Μέγα Βραβείο Εκδόσεων της Διεθνούς Έκθεσης στο Παρίσι το 1937. Στις συνθέσεις του διακρίνεται το χαρακτηριστικό του ύφος, στο οποίο συνυπάρχουν στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης, της λαϊκής τέχνης και της ναΐφ ζωγραφικής, με κυβιστικές ή και υπερρεαλιστικές επιρροές, σε συνδυασμό με μια ιδιόρρυθμη προοπτική.
Οι αντιλήψεις για την έννοια «παιδί» διαφοροποιούνται ανά εποχή και επηρεάζουν τις συνθήκες ζωής και αγωγής των μικρών παιδιών (άρα, την οικογένεια και το σχολείο ως θεσμούς). Ο τρόπος με τον οποίο κάθε κοινωνία αντιλαμβάνεται την παιδική ηλικία λειτουργεί, μεταξύ άλλων, αποκαλυπτικά για την κρατούσα ιδεολογία σχετικά με τη διάπλαση των νεαρών ατόμων (βλ. Δήμητρα Μακρυνιώτη, Η παιδική ηλικία στα αναγνωστικά βιβλία 1834-1919, Εκδόσεις «Δωδώνη» 1986). Υπό το πρίσμα αυτό, η μελέτη του περιεχομένου των τριών τόμων του «Ανθολογίου για τα παιδιά του Δημοτικού» μπορεί, συνδυαστικά, να αποφέρει χρήσιμα συμπεράσματα για την κυρίαρχη αντίληψη της Μεταπολίτευσης ως προς την παιδική ηλικία. Το νεωτερικό αίτημα που, ίσως, εκφράστηκε ήταν η φιλαναγνωσία ως κοινωνικό κέρδος, ως ο συνδυασμός του τερπνού (ικανοποιείται η δίψα «για κάτι καινούριο, που να είναι συγχρόνως ειπωμένο ωραία και δυνατά»: βλ., εδώ, σελ. 11) μετά του ωφελίμου («θα σας πλουτίσει ψυχικά» και «θα σας κάνει ν’ αγαπήσετε περισσότερο τον τόπο μας και τους ανθρώπους του»). Προκύπτει ότι η φιλαναγνωσία, έτσι, διαμορφώνει συνειδητούς πολίτες – διαχρονικό ζητούμενο της εκπαίδευσης.