Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Μακ Μάστερ από τον Καναδά, με επικεφαλής την Μασχιντ Ντεγκαν, μελέτησε την επίδραση των γαλακτομικών στην καρδιαγγειακή υγεία αναλύοντας στοιχεία για πάνω από 136.000 άτομα, 35-70 ετών από 21 χώρες. Οι συμμετέχοντες είχαν συμπληρώσει αρχικά διατροφικά ερωτηματολόγια και στη συνέχεια είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση για κατά μέσο όρο εννέα χρόνια.

Οι άνθρωποι στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη είχαν την υψηλότερη κατανάλωση γαλακτοκομικών με τέσσερις μερίδες και άνω την ημέρα. Στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία, την Κίνα και την Αφρική κατά μέσο όρο κατανάλωναν μια μερίδα την ημέρα. Ως μια μερίδα ορίζεται ένα ποτήρι γάλα ή ένα κεσεδάκι γιαούρτι, μια κουταλιά βούτυρο ή 14 γραμμάρια τυρί.

Συγκριτικά με τα άτομα που έτρωγαν κατά μέσο όρο τρεις μερίδες γαλακτοκομικών την ημέρα, όσοι δεν έτρωγαν καθόλου είχαν υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας (3,4% έναντι 5,6% αντίστοιχα), καρδιακών θανάτων (0,9% έναντι 1,6%), μείζονος καρδιακής νόσου (3,5% έναντι 4,9%) και εγκεφαλικού επεισοδίου (1,2% έναντι 2,9%).

Συγκριτικά με όσους έτρωγαν λιγότερο από μισή μερίδα πλήρη γαλακτοκομικά την ημέρα, όσοι έτρωγαν τρεις μερίδες είχαν χαμηλότερα ποσοστά θανάτου (4,4% έναντι 3,3%) και καρδιακής νόσου (5% έναντι 3,7%).

Σύμφωνα με τους ερευνητές το προστατευτικό όφελος αποδίδεται στην πρωτεΐνη που περιέχουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, η οποία συντελεί στη διατήρηση των μυών, όπως είναι η καρδιά.

Κι ενώ η μελέτη αναδεικνύει τα οφέλη των γαλακτοκομικών με πλήρη λιπαρά, οι ειδικοί σημειώνουν ότι ειδικές ομάδες ασθενών, όπως εκείνοι με υψηλή χοληστερόλη θα πρέπει να προτιμούν εκείνα με λίγα λιπαρά.