Αυτό έδειξε νέα μελέτη ειδικών του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ETH Zurich) η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση ανοιχτής πρόσβασης «Translational Psychiatry».

Εθισμός και παχυσαρκία

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές είδαν ότι οι απόγονοι δεύτερης γενιάς – τα εγγόνια δηλαδή των θηλυκών ποντικιών που είχαν ακολουθήσει διατροφή με πολλά λιπαρά πριν από την εγκυμοσύνη, κατά τη διάρκειά της αλλά και μετά από αυτή – εμφάνιζαν εθιστικές συμπεριφορές, όπως αυξημένη ευαισθησία και προτίμηση προς τις ναρκωτικές ουσίες καθώς και κύρια χαρακτηριστικά της παχυσαρκίας, συμπεριλαμβανομένων αλλαγών στον μεταβολισμό τους. Στους απογόνους τρίτης γενιάς (τα δισέγγονα) οι ερευνητές παρατήρησαν διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών: μόνο τα θηλυκά εμφάνισαν εθιστικές συμπεριφορές ενώ τα αρσενικά εμφάνισαν μόνο χαρακτηριστικά ενδεικτικά της παχυσαρκίας. Μάλιστα όλα αυτά συνέβησαν ενώ τα πρώτα θηλυκά – εκείνα που ακολούθησαν την ανθυγιεινή διατροφή – δεν έγιναν τα ίδια ποτέ παχύσαρκα και ενώ κανένας ούτε από τους θηλυκούς ούτε από τους αρσενικούς απογόνους δεν ακολούθησε διατροφή με πολλά λιπαρά.

Όπως ανέφερε η κύρια συγγραφέας της νέας μελέτης δρ Ντάρια Πέλεγκ-Ράιμπσταϊν, «μέχρι σήμερα οι περισσότερες μελέτες διερευνούσαν την επίδραση της διατροφής με πολλά λιπαρά μόνο στη δεύτερη γενιά απογόνων ή παρακολουθούσαν τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της παχυσαρκίας και του διαβήτη στους άμεσους απογόνους. Αυτή η μελέτη είναι η πρώτη που εξετάζει την επίδραση της κακής διατροφής της μητέρας ως και την τρίτη γενιά απογόνων σε ό,τι αφορά τόσο τον εθισμό όσο και την παχυσαρκία».

«Μετάδοση» μέσω των αρσενικών

Οι ερευνητές του ETH Zurich μελέτησαν αυτές τις επιδράσεις σε ό,τι αφορούσε τη «μετάδοσή» τους μέσω των αρσενικών απογόνων. Ετσι, έβαλαν θηλυκά ποντίκια να ακολουθήσουν είτε διατροφή με πολλά λιπαρά είτε ισορροπημένη διατροφή επί εννέα εβδομάδες – πριν από το ζευγάρωμα, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και κατά τη διάρκεια του θηλασμού. Οι αρσενικοί απόγονοι αυτών των θηλυκών ζευγάρωσαν στη συνέχεια με θηλυκά τα οποία ακολουθούσαν ισορροπημένη διατροφή. Οι νέοι αρσενικοί απόγονοι ζευγάρωσαν με τη σειρά τους με θηλυκά που και πάλι ακολουθούσαν ισορροπημένη διατροφή. Έτσι υπήρξαν τρεις γενιές απογόνων.

Οι επιστήμονες μέτρησαν το βάρος, την ευαισθησία στην ινσουλίνη, τον ρυθμό του μεταβολισμού καθώς και παραμέτρους στο πλάσμα του αίματος, όπως η ινσουλίνη και η χοληστερόλη στους απογόνους δεύτερης και τρίτης γενιάς. Σε συμπεριφορικά πειράματα εξέτασαν αν τα ποντίκια αυτά επέλεγαν διατροφή με πολλά λιπαρά αντί για ισορροπημένη διατροφή ή αν επίσης επέλεγαν ένα διάλυμα που περιείχε αλκοόλ αντί για νερό. Εξέτασαν επίσης τα επίπεδα δραστηριότητας των ποντικιών μετά την έκθεσή τους σε αμφεταμίνες. Οπως είδαν, η κακή διατροφή του θηλυκού της πρώτης γενιάς είχε αρνητική επίδραση σε όλες αυτές τις παραμέτρους των απογόνων, ακόμη και στην τρίτη γενιά.

Καλύτερες συμβουλές για πρόληψη

Σύμφωνα με τη δρα Πέλεγκ-Ράιμπσταϊν «για να πολεμήσουμε την παγκόσμια επιδημία παχυσαρκίας είναι σημαντικό να εντοπίσουμε τους υποβόσκοντες μηχανισμούς της ώστε να βρούμε τρόπους πρόληψης. Η έρευνά μας μπορεί να βοηθήσει στο να δίνονται καλύτερες συμβουλές υγείας στις εγκύους και στις θηλάζουσες ώστε τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους αλλά και τα δισέγγονά τους να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ακολουθήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Μπορεί επίσης να δείξει τους παράγοντες κινδύνου σχετικά με το πώς οι άνθρωποι αναπτύσσουν παχυσαρκία και εξαρτήσεις ώστε να γίνουν κάποια στιγμή πρώιμες παρεμβάσεις για τις ομάδες υψηλού κινδύνου».

Η ερευνήτρια παραδέχθηκε ότι ο δρόμος από το ποντίκι ως τον άνθρωπο είναι μακρός, τόνισε ωστόσο ότι η μελέτη της επίδρασης της κακής διατροφής της μητέρας στα παιδιά της, στα εγγόνια και στα δισέγγονά της είναι σχεδόν αδύνατη στους ανθρώπους. «Και αυτό διότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες, όπως το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο, οι προτιμήσεις των γονέων σε ό,τι αφορά τις τροφές αλλά και η κατάσταση της υγείας τους. Το μοντέλο ποντικού μας επέτρεψε να μελετήσουμε την επίδραση μιας διατροφής με πολλά λιπαρά σε τρεις διαδοχικές γενιές χωρίς να υπεισέρχονται αυτοί οι παράγοντες που προκαλούν σύγχυση».

Απαιτούνται τώρα περαιτέρω μελέτες προκειμένου να προσδιοριστούν οι μοριακοί μηχανισμοί μέσω των οποίων η επίδραση της κακής διατροφής της μητέρας «κληροδοτείται» στις επόμενες γενιές, κατέληξε η δρ Πέλεγκ-Ράιμπσταϊν.