Μαθαίνοντας για τα deepfake videos και για την τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης στην οποία βασίζονται, όλα μοιάζουν πιθανά.

Διάσημοι που δεν είναι πια στη ζωή εμφανίζονται μπροστά μας «ολοζώντανοι», εικόνες ηθοποιών που «γυρίζουν» σκηνές ως ο νεότερος εαυτός τους ή ακόμη και διάφοροι άλλοι ή εμείς οι ίδιοι – με την εμφάνιση και τη φωνή μας αναλλοίωτες – να πρωταγωνιστούμε σε σκηνές και βίντεο που δεν γυρίσαμε ποτέ…

Δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί για να καταλάβουμε ότι πρόκειται για ένα εντυπωσιακό επίτευγμα της τεχνολογίας, που μπορεί να μας δώσει χαρά, διασκέδαση ή και να ζωντανέψει χαμένα πρόσωπα, ταυτόχρονα όμως αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία εν δυνάμει πολύ επικίνδυνη δυνατότητα της τεχνολογίας.

Περί τίνος πρόκειται

Με έναν απλοϊκό τρόπο θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε τα deepfake videos με το φώτοσοπ. Οπως παίρνουμε ένα πρόσωπο και ξαφνικά το βάζουμε σε μία θέση, στάση, τοποθεσία κ.λπ. που δεν υπήρξε ποτέ, έτσι κάπως αντίστοιχα γίνεται και με αυτά τα βίντεο.

Βέβαια, όσο πιο εξελιγμένη είναι η τεχνολογία με την οποία δημιουργούνται τόσο πιο δύσκολο είναι να ξεχωρίσουμε το ψεύτικο από το αληθινό.

Τεχνικά ο τρόπος με τον οποίο ίσως μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε ένα deepfake video είναι από το πώς ανοιγοκλείνουν τα μάτια, από την έλλειψη συγχρονισμού του στόματος με τα λόγια που ακούγονται αλλά και από τον φωτισμό.

Για να αποδειχθεί όμως ότι πρόκειται για ένα deepfake video χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί (από ανθρώπους με ειδική τεχνογνωσία) αντίστοιχη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης με αυτή που χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο βίντεο.

Συχνά είναι συνδεδεμένα με πορνογραφία

Στην Ελλάδα μέχρι τώρα η τεχνολογία αυτή έχει κυρίως να κάνει με πορνογραφία. Ετσι, αν κάποιος βρεθεί να «πρωταγωνιστεί» σε ένα τέτοιο βίντεο, συχνά πρόκειται για νέες γυναίκες, νιώθει περίπου όπως ένα θύμα βιασμού.

Η έρευνα έχει δείξει ότι αυτά τα θύματα (π.χ. μία κοπέλα που έχουν πάρει φωτογραφίες της από τα social media και τις έχουν χρησιμοποιήσει για να φτιάξουν ψεύτικο πορνογραφικό υλικό) υποφέρουν από μετατραυματικό στρες, πολύ έντονο άγχος, ακόμα και αυτοκτονικό ιδεασμό.

Αλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι έτσι μπορεί ένας άνθρωπος να στιγματιστεί.

Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ζούμε σε μία εποχή που για να μας επιλέξουν σε ένα πανεπιστήμιο ή σε μία δουλειά πρώτα θα κοιτάξουν ποιοι είμαστε και τι κάνουμε μέσω του Διαδικτύου, καταλαβαίνουμε ότι ένα τέτοιο – ακόμα και ψεύτικο – υλικό μπορεί να μας στερήσει ευκαιρίες και να μας καταστρέψει ολόκληρη τη ζωή.

Το πρόβλημα είναι πως ό,τι ανεβαίνει στο Διαδίκτυο ουσιαστικά δεν κατεβαίνει ποτέ. Θεωρητικά θα μπορούσε να κατέβει αλλά χρειάζεται πάρα πολύς χρόνος, εξειδικευμένοι άνθρωποι και χρήμα για να το καταφέρουμε αυτό.

Σε κάθε περίπτωση, αν κάποιος πέσει θύμα θα πρέπει να ειδοποιηθούν οι Αρχές και να κινητοποιηθεί νομικά.

Υπάρχουν εξειδικευμένοι δικηγόροι που ανάλογα με τις συνθήκες (π.χ. μπορεί να έχουν υπάρξει απειλές πριν το βίντεο, παρακολούθηση, παρενόχληση κ.ά.) θα δομήσουν ανάλογα την υπόθεση.

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθεσία που να αφορά τα deepfake videos, ούτε καν τη μη συναινετική διανομή προσωπικού υλικού, αλλά τα νομικά επιχειρήματα κατά περίπτωση βασίζονται στην παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, τη δυσφήμηση κ.ά.

Τι μπορούμε να κάνουμε για να προστατευτούμε

Θα έλεγε κάποιος ότι με το να απέχουμε τελείως από το Διαδίκτυο είμαστε προστατευμένοι, όμως αυτό είναι μάλλον ουτοπικό και ταυτόχρονα ανέφικτο. Το Διαδίκτυο είναι μέσα στη ζωή μας. Το χρειαζόμαστε για λόγους επαγγελματικούς, κοινωνικούς, προσωπικούς.

Αν προσπαθήσουμε να το βγάλουμε από τη ζωή μας είναι σαν να αυτοαποκλειόμαστε, να σαμποτάρουμε τον εαυτό μας, σαν να μην υπάρχουμε.

Αυτό σημαίνει ότι αν είμαστε φοβικοί και προσπαθήσουμε να αγνοήσουμε το Ιντερνετ δεν θα είμαστε αποτελεσματικοί, αντίθετα θα κάνουμε πιθανώς πιο πολύ κακό παρά καλό. Χρειάζεται να είμαστε επιφυλακτικοί και να ενημερωνόμαστε παίρνοντας τα μέτρα μας χωρίς να υπερβάλλουμε.

Να μην εμπιστευόμαστε τον οποιονδήποτε που μας παρουσιάζεται ως κάποιος που ίσως δεν είναι, να μην αγοράζουμε ό,τι μας φαίνεται ευκαιρία και γενικά να μην πιστεύουμε ό,τι μας «σερβίρουν».

Επίσης, δεν πρέπει να βγάζουμε όλη μας τη ζωή και μάλιστα με λεπτομέρειες στο Διαδίκτυο (βάζοντας πολλές πληροφορίες, φωτογραφίες, το πού βρισκόμαστε ανά πάσα στιγμή κ.λπ.).

Τι να πούμε στα παιδιά μας

Οπως συμβαίνει και αλλού, έτσι και όσον αφορά τη χρήση του Διαδικτύου τα παιδιά δεν ακούνε τι λένε οι γονείς αλλά παρατηρούν τι κάνουν. Ετσι, είναι απαραίτητο να ενημερωθούμε και να εκπαιδευτούμε όλοι, μεγάλοι και μικροί, ώστε να χρησιμοποιούμε με μέτρο και ασφάλεια τόσο τις διάφορες συσκευές όσο και το Διαδίκτυο.

Χρήσιμο θα ήταν ένα μάθημα κυβερνοασφάλειας στα σχολεία, ακριβώς όπως υπάρχει αντίστοιχα το μάθημα της πληροφορικής. Αλλά και οι ενήλικοι πρέπει να έχουμε γνώσεις πριν επιτρέψουμε ή απαγορεύσουμε στα παιδιά ή χρησιμοποιήσουμε εμείς οι ίδιοι κάτι.

Δεν έχει αξία να δαιμονοποιούμε πλατφόρμες, παιχνίδια, εφαρμογές, οτιδήποτε χρησιμοποιούν τα παιδιά μας, μόνο και μόνο επειδή ακούσαμε (σε μία εκπομπή, από έναν φίλο κ.λπ.) ότι μπορεί να είναι επικίνδυνο. Σημασία έχει να ενημερωνόμαστε καλά.

Για παράδειγμα, θα πρέπει να διαβάζουμε προσεκτικά τους όρους χρήσης πριν χρησιμοποιήσουμε/κατεβάσουμε μία εφαρμογή (αν δεν είναι ασφαλής μπορεί να μη διαφυλάσσονται τα προσωπικά μας δεδομένα), και ειδικά όταν κάτι είναι δωρεάν θα πρέπει να είμαστε ακόμα πιο υποψιασμένοι.

Ενα θέμα που απασχολεί πολύ τους γονείς αφορά το κομμάτι του sexting, της ψηφιακής σεξουαλικότητας και της ανταλλαγής μηνυμάτων και φωτογραφιών.

Τα παιδιά και οι νέοι στις μέρες μας θα περάσουν και από αυτό. Θα πρέπει όμως να προσέχουν με ποιον επικοινωνούν, πόσο καλά τον ξέρουν και πόσο τον εμπιστεύονται.

Αυτό που πρέπει να τους εξηγήσουμε είναι ότι – επειδή οτιδήποτε φεύγει από εμάς και υπάρχει στο Διαδίκτυο δεν εξαφανίζεται ποτέ – θα πρέπει να προσέχουν, να προστατεύουν το εαυτό τους και να μην μπορούν ποτέ να συνδεθούν οι φωτογραφίες με το πρόσωπο ή την ταυτότητά τους (να αποφεύγουν δηλαδή να φαίνεται το πρόσωπό τους ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, π.χ. ένα τατουάζ ή ένα σημάδι τους).

Ευχαριστούμε για τη συνεργασία την κυρία Κέλλυ Ιωάννου, διευθύντρια Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας, υπ. διδάκτορα Κλινικής Εγκληματολογίας.