Οι επιπτώσεις των λοκντάουν στην οικονομία είναι μετρήσιμες. Στις αρχές της φετινής χρονιάς η τότε επίσημη κυβερνητική φωνή παραδεχόταν πως κάθε μήνα ενός καθολικού απαγορευτικού χάνονται 3 δισ. ευρώ. Υπάρχουν, όμως, και συνέπειες που είναι δύσκολο να αποτυπωθούν με νούμερα – όπως εκείνες των κλειστών σχολείων. Μεθαύριο, οι μαθητές όλων των βαθμίδων επιστρέφουν στις τάξεις, και το ερώτημα «πόσο μπορεί να τους στοίχισαν όλες αυτές οι εβδομάδες που έμειναν μακριά από το πραγματικό σχολικό περιβάλλον;» ξαναγίνεται επίκαιρο τώρα που επιτέλους θα αφήσουν τα ψηφιακά μαθήματα στην άκρη.

Η Παιδοψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών εκπονεί αυτή την περίοδο μια μελέτη για την επίδραση που είχαν οι καραντίνες του τελευταίου ενός χρόνου στην παιδική ψυχική υγεία. Ωστόσο, μια ματιά σε αντίστοιχες έρευνες που έχουν διεξαχθεί αλλού – στη Βρετανία π.χ. – δίνει μια ιδέα όσων ήδη ψυχανεμίζονται εκπαιδευτικοί και γονείς.

Στα τέλη Ιανουαρίου ο πρόεδρος του Βασιλικού Κολεγίου Παιδιατρικής και Παιδικής Υγείας, ενημερώνοντας την Επιτροπή για την Εκπαίδευση του βρετανικού κοινοβουλίου, το είπε ωμά: «Οταν κλείνουμε τα σχολεία κλείνουμε τις ζωές τους». Το ίδιο υποστήριζαν, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν τι λέγεται πίσω από τις κλειστές πόρτες της, και τα μέλη της ελληνικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων που η ειδίκευσή τους σχετίζεται με τα παιδιά.

Οι καταστροφικές συνέπειες

Μοναξιά, αϋπνίες, μειωμένη σωματική δραστηριότητα ήταν τα προφανή προβλήματα που ανέφερε ο βρετανός καθηγητής στους βουλευτές της Γηραιάς Αλβιώνας. Δυσκολία συγκέντρωσης, νευρικότητα, δυσφορία, νωχελικότητα είναι μερικά από εκείνα που δήλωσαν ισπανοί και ιταλοί γονείς συμμετέχοντας σε μια σχετική μελέτη πέρυσι. Προσκόλληση στους γονείς, πάλι, διακρίνουν οι πιο πολλοί από αυτούς που έχουν μικρά παιδιά στο σπίτι. Παρατηρούνται, ωστόσο, και άλλα – τα μελλοντικά αποτελέσματα των οποίων ίσως αποδειχθούν τόσο αρνητικά όσο υπονόησε ο διευθυντής του ευρωπαϊκού παραρτήματος του ΠΟΥ όταν προειδοποιούσε ότι «πρέπει να κρατήσουμε τα σχολεία ανοιχτά έως το τέλος, διότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να υπάρξει μια γενιά χαμένη από την Covid-19».

Στα τέλη Απριλίου το BBC δημοσίευσε τα στοιχεία από μια έρευνα του Education Endowment Foundation η οποία έγινε σε 50.000 μαθητές σε όλη την Αγγλία. Ενα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα ήταν πως ο αριθμός των τετράχρονων και των πεντάχρονων που χρειάζονται πλέον βοήθεια με τη γλώσσα αυξήθηκε. Η περιορισμένη γλωσσική ανάπτυξη ενδέχεται να επηρεάσει μακροπρόθεσμα τις μαθησιακές δεξιότητες, πιστεύουν αρκετοί επιστήμονες. Αν ένα παιδί προσχολικής ή πρώιμης σχολικής ηλικίας παρουσιάζει δυσκολίες στον λόγο – υποστηρίζει η βιβλιογραφία -, έχει και τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να δυσκολευτεί στο διάβασμα κατά τη διάρκεια της εφηβείας καθώς και τρεις φορές περισσότερες να έχει ψυχολογικά ζητήματα. Κι έτσι αποκτά τελικά διπλάσιες πιθανότητες να γίνει ένας άνεργος ενήλικος.

Στην έκθεση «Ψυχική Υγεία των Παιδιών και των Νέων Ατόμων στην Αγγλία για το 2020», την οποία εκπονεί το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας σε συνεργασία με τη Στατιστική Υπηρεσία, σημειώνεται ότι ένα στα έξι παιδιά από 5 μέχρι 16 ετών εμφάνιζε ψυχική διαταραχή όταν η αναλογία πριν από τρία χρόνια ήταν ένα στα εννιά – τα υψηλότερα ποσοστά, μάλιστα, καταγράφηκαν στα κορίτσια μεγαλύτερης ηλικίας.

Επικοινωνία και ανάπτυξη

Τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, που κρίθηκαν από την πλειονότητα των κυβερνήσεων αναγκαία για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού, στέρησαν από τα μικρά παιδιά την κοινωνική επαφή και τις εμπειρίες που συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση του λεξιλογίου τους. Από τα 58 δημοτικά που έλαβαν μέρος στη μελέτη του Education Endowment Foundation, στο 76% αυτών οι μαθητές που ξεκίνησαν σχολείο τον περασμένο Σεπτέμβριο είχαν ανάγκη περισσότερης υποστήριξης στην επικοινωνία σε σύγκριση με αυτούς των προηγούμενων σχολικών ετών.

Μια μελέτη της βρετανικής εποπτικής Αρχής της Εκπαίδευσης το 2020 έδειξε ότι τα νήπια εξαιτίας του πρώτου λοκντάουν ξέχασαν να χρησιμοποιούν πιρούνι και μαχαίρι ή ξαναφόρεσαν τις πάνες τους. Τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά, του δημοτικού, έχασαν το «σθένος» τους στην ανάγνωση. Τέτοιες αρνητικές συνέπειες, επεσήμαιναν οι επιθεωρητές της Ofsted, δεν οφείλονταν τόσο σε ταξικές ή οικονομικές αιτίες – προέκυψαν από τον χρόνο που διέθεταν οι εργαζόμενοι γονείς για να τους αφιερώσουν.

Τραύματα

Η «κληρονομιά» της πανδημίας είναι φυσικά βαρύτερη για τους ανηλίκους των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων – μιας κι αυτοί δεν βρίσκονται αντιμέτωποι μόνο με μαθησιακά κενά ή με ψυχικές διαταραχές εξαιτίας της απομόνωσης, αλλά και με το ενδεχόμενο να πέσουν θύματα ενδοοικογενειακής κακοποίησης.

Ανεξάρτητα πάντως από τις συνθήκες που βίωσαν μένοντας σπίτι, τα παιδιά πέρασαν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διδασκόμενα πως απαγορεύεται – κυριολεκτικά, από το κράτος – να παίζουν με τους φίλους τους ή να τους συναντούν. Αυτό αρκεί, σημειώνουν έλληνες και ξένοι ειδικοί, για να δημιουργήσει σε κάποια τραύματα που δύσκολα γίνονται ορατά με γυμνό μάτι.