Ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ συνδέουν σε νέα τους μελέτη την αντίσταση στην ινσουλίνη με τον αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.

Η σύνδεση ανάμεσα στην ινσουλίνη και την κατάθλιψη

«Εάν κάποιος είναι ανθεκτικός στην ινσουλίνη, ο κίνδυνος εμφάνισης μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής είναι διπλάσιος συγκριτικά με κάποιον που δεν εμφανίζει την ίδια ανθεκτικότητα, ακόμα και αν δεν έχετε περάσει στο παρελθόν κατάθλιψη» επισημαίνει η δρ. Natalie Rasgon, καθηγήτρια ψυχιατρικής και συμπεριφορικών επιστημονών.

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αδιάλειπτη θλίψη, απόγνωση, νωθρότητα, διαταραχές ύπνου και απώλεια όρεξης. Ορισμένοι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την εξουθενωτική ασθένεια, όπως τα παιδικά τραύματα, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή το άγχος για την πρωτοφανή πανδημία, αποτελούν πράγματα που δεν μπορούμε να αποτρέψουμε.

Ωστόσο, η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να αποφευχθεί. Μπορεί να μειωθεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, ή ακόμα και να εξαλειφθεί με ισορροπημένη διατροφή, άσκηση και, αν χρειαστεί, φάρμακα.

Τα ευρήματα των ερευνητών περιγράφονται στην μελέτη τους που θα δημοσιευθεί online στο American Journal of Psychiatry.

Συνήθης αλλά σιωπηλή

Μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι τουλάχιστον 1 στους 3 μπορεί να έχει αντίσταση στην ινσουλίνη, συχνά χωρίς να το γνωρίζει.

Δεν οφείλεται σε ανεπάρκεια του παγκρέατος να εκκρίνει ινσουλίνη στην κυκλοφορία του αίματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 1, αλλά λόγω της μειωμένης ικανότητας των κυττάρων σε όλο το σώμα να «υπακούσουν» την εντολή αυτής της ορμόνης.

Η δουλειά της ινσουλίνης είναι να πει στα κύτταρά μας ότι ήρθε η ώρα να επεξεργαστούν τη γλυκόζη που πλημμυρίζει το αίμα μας λόγω της διατροφικής της πρόσληψης, της παραγωγής στο συκώτι ή και των δύο.

Κάθε κύτταρο του σώματος χρησιμοποιεί γλυκόζη ως καύσιμο και κάθε ένα από αυτά τα κύτταρα έχει υποδοχείς στην επιφάνειά του που, όταν συνδέονται με την ινσουλίνη, ειδοποιούν το κύτταρο να αξιοποιήσει την πολύτιμη πηγή ενέργειας. Όμως, ένα αυξανόμενο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού είναι ανθεκτικό στην ινσουλίνη.

Που οφείλεται η αντίσταση στην ινσουλίνη

Για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της υπερβολικής πρόσληψης θερμίδων, της έλλειψης άσκησης, του στρες και του μη επαρκούς ύπνου, οι υποδοχείς ινσουλίνης των κυττάρων δεν συνδέονται σωστά με την ορμόνη, μας εξηγούν οι ειδικοί. Τελικά, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους γίνονται χρόνια υψηλά.

Μόλις αυτά τα επίπεδα παραμείνουν πάνω από ένα ορισμένο όριο, η διάγνωση είναι ο διαβήτης τύπου 2, μια θεραπεύσιμη αλλά ανίατη κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακές και εγκεφαλοαγγειακές διαταραχές, νευροπάθεια, νεφρική νόσο και άλλες επιπτώσεις για την υγεία.

Οι συσχετίσεις μεταξύ της αντίστασης στην ινσουλίνη και αρκετών ψυχικών διαταραχών έχουν ήδη διαπιστωθεί, επισημαίνει η δρ. Natalie Rasgon.

Τι έδειξε η μελέτη

Οι ερευνητές κατά την μελέτη τους ανακάλυψαν ότι μια μέτρια αύξηση της αντίστασης στην ινσουλίνη, όπως μετρήθηκε από την αναλογία τριγλυκεριδίων προς HDL, συνδέθηκε με μια αύξηση 89% στο ποσοστό των νέων περιπτώσεων μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.

Ομοίως, κάθε αύξηση 5 εκατοστών στο κοιλιακό λίπος σχετίζεται με 11% υψηλότερο ποσοστό κατάθλιψης και η αύξηση της γλυκόζης νηστείας κατά 18 χιλιοστόγραμμα ανά δεκατόλιτρο αίματος σχετίζεται με 37% υψηλότερο ποσοστό κατάθλιψης.

Καταλήγοντας, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι ένας ισχυρός παράγοντας κινδύνου για σοβαρές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένου όχι μόνο του διαβήτη τύπου 2 αλλά και της κατάθλιψης.