Λύση για την άμεση χορήγηση του αποθέματος 300 δόσεων από το «ζωντανό» φάρμακο που ανέπτυξαν έλληνες επιστήμονες της Αιματολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου »τηςΘεσσαλονίκης αναζητούν οι ειδικοί σε συνεργασία με τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ).

Τα ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα της πρωτότυπης αυτής έρευνας φαίνεται να επιταχύνουν τις σχετικές διαδικασίες ώστε να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος. Μάλιστα η παραγωγή, σύμφωνα τα έως τώρα δεδομένα, μπορεί να συνεχιστεί με ταχείς ρυθμούς, εφόσον δοθεί το «πράσινο φως». Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως από μόνο έναν δότη μπορούν να παραχθούν σε μόλις δύο εβδομάδες έως και 15 δόσεις Τ-λεμφοκυττάρων που αναγνωρίζουν τον «εισβολέα» (δηλαδή τον κοροναϊό) και λαμβάνουν θέση μάχης με στόχο να τον εξαλείψουν.

Υπό τις εξελίξεις αυτές, οι έλληνες επιστήμονες ξεκινούν ήδη από σήμερα συνομιλίες με τον ΕΟΦ, διερευνώντας τρόπους για να ενισχυθεί άμεσα η φαρέτρα των γιατρών που βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή». Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 90 ασθενείς, με τη συνδρομή κλινικών COVID-19 και ΜΕΘ COVID-19 του ίδιου νοσοκομείου και του Ανοσολογικού Τμήματος του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης,έδειξε μείωση της θνητότητας κατά 52% στους βαριά νοσούντες από τον κοροναϊό, καθώς και ταχύτερη ανάρρωση για όσους είχαν λάβει το «ζωντανό» φάρμακο.

Κριτήρια νόσησης

Σύμφωνα, δε, με όσα εξηγεί στα «ΝΕΑ» η αιματολόγος-υπεύθυνη της Μονάδας Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας-Μονάδας Μεταμόσχευσης Αιμοποιητικών Κυττάρων του Γ. Παπανικολάου Ευαγγελία Γιαννάκη, το προφίλ των συμμετεχόντων συνηγορούσε πως πρόκειται για δύσκολα περιστατικά, με υψηλό κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές: «Το ηλικιακό όριο ήταν 18-80 ετών, με διάμεση ηλικία τα 55 έτη. Τα κριτήρια σοβαρής νόσησης ήταν η λεμφοπενία (είχαν δηλαδή πολύ χαμηλό αριθμό Τ-λεμφοκυττάρων, γεγονός που αυτόματα δημιουργεί έναν σημαντικό παράγοντα για κακή εξέλιξη), ενώ όλοι οι ασθενείς είχαν πνευμονία και τουλάχιστον έναν βιοδείκτη κακής πρόγνωσης (φλεγμονώδεις δείκτες)».

Ενα ακόμη ενθαρρυντικό στοιχείο, σύμφωνα με την ίδια, είναι ότι μια υποανάλυση έδειξε ότι το όφελος σε ασθενείς άνω των 55 ετών (που αποτελούν και τον πλέον ευάλωτο πληθυσμό) ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, συγκριτικά με τους συνομήλικούς τους που έλαβαν την καθιερωμένη αγωγή. Πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί πως, όπως διαπιστώθηκε, η «θεραπεία ήταν καλά ανεκτή και χωρίς καμία σοβαρή παρενέργεια».

Οι παρατηρήσεις αυτές κάνουν τους επιστήμονες της Μονάδας του Γ. Παπανικολάου να εκτιμούν πως το «ζωντανό» φάρμακο θα μπορούσε να χορηγείται εφεξής σε ασθενείς, εφόσον ο ΕΟΦ δώσει τη σχετική έγκριση. Και αυτό διότι, παρότι υπάρχει ο σχεδιασμός να τρέξει το επόμενο διάστημα κλινική μελέτη φάσης ΙΙΙ, ο αριθμός των συμμετεχόντων θα είναι περιορισμένος. Αντιστρόφως ανάλογα, οι πολίτες που έχουν αναρρώσει από λοίμωξη COVID-19 δείχνουν προθυμία ώστε να συμμετέχουν στην παραγωγή της νέας αυτής θεραπείας, την ώρα που από τη «δεξαμενή» των δοτών δεν αποκλείονται ούτε οι εμβολιασμένοι.

Μελέτη

Για την ιστορία, το «ζωντανό» φάρμακο εμπνεύστηκε από μια δοκιμασμένη μέθοδο που δίνεται σε μεταμοσχευμένους ασθενείς όταν απειλούνται από βαριές λοιμώξεις από τρεις συγκεκριμένους ιούς.

Χρησιμοποιώντας την εμπειρία αυτή ως βάση, η Ευαγγελία Γιαννάκη και η βιοχημικός της ίδιας Μονάδας Αναστασία Παπαδοπούλου – με επικεφαλής τον τέως διευθυντή τους Αχιλλέα Αναγνωστόπουλο – έκαναν το επόμενο καθοριστικό βήμα στη μάχη έναντι του ιού SARS-CoV-2.

Σε πρώτη φάση διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που αναρρώνουν από τη λοίμωξη COVID-19 παράγουν μεγάλο αριθμό Τ-λεμφοκυττάρων. Ετσι, έλαβαν αίμα από αναρρώσαντες υγειονομικούς, δημιουργώντας στο εργαστήριο το «ζωντανό» φάρμακο, το οποίο στη συνέχεια το χορήγησαν σε ασθενείς. Αλλωστε, οι δόσεις λεμφοκυττάρων αποθηκεύονται σε υγρό άζωτο και έπειτα μπορούν να πολλαπλασιαστούν ώστε να χορηγηθούν σε ασθενείς που έχουν «χτυπηθεί» από τον πανδημικό ιό.

«Είμαι ευτυχής που η μελέτη διεξάχθηκε και ολοκληρώθηκε όσο ήμουν ακόμη συντονιστής διευθυντής της Αιματολογικής Κλινικής» αναφέρει σε ανάρτησή του ο Αχιλλέας Αναγνωστόπουλος, ο οποίος αφυπηρέτησε την 1η Ιανουαρίου έπειτα από 43 χρόνια προσφοράς στο ΕΣΥ. Και δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τους χορηγούς της μελέτης και πιο συγκεκριμένα τη «Επιτροπή «Ελλάδα 2021″, που έδωσε 230.000 ευρώ, τη διοίκηση του νοσοκομείου, αλλά και πολίτες που πρώτοι έτρεξαν και έδωσαν τον οβολό τους».