Σαν σήμερα, στις 30 Ιουνίου 2009, έφυγε αιφνίδια από τη ζωή μία από τις εμβληματικότερες χορεύτριες και χορογράφους του 20ου αιώνα, η γερμανίδα Πίνα Μπάους.

Την επομένη του θανάτου της, έγραφε στο «ΒΗΜΑ» η Ίσμα Τουλάτου: «Στο πένθος έχει βυθιστεί από χθες ο κόσμος του χορού αλλά και της Τέχνης γενικότερα. Η θρυλική Πίνα Μπάους, η πρωτοπόρος του χοροθεάτρου, η χορεύτρια και χορογράφος που τάραξε τα νερά και άνοιξε νέους δρόμους, άφησε την τελευταία της πνοή χθες το πρωί, μόλις λίγες ημέρες προτού συμπληρώσει τα 69 της χρόνια».

«Πρόκειται για έναν «απροσδόκητο και αιφνίδιο θάνατο»- όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η εκπρόσωπος του Χοροθεάτρου του Βούπερταλ, του συγκροτήματος με το οποίο η εκλιπούσα είχε ταυτίσει το όνομά της κατέχοντας τη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας – ο οποίος συνέβη πέντε ημέρες μετά τη διάγνωση ότι έπασχε από καρκίνο».

 Την γοήτευε η αιτία που ωθεί τους ανθρώπους

“Αναζητώ να μιλήσω για τη ζωή που μας περιβάλλει, για την ύπαρξη, για μας” είχε δηλώσει κάποτε η ίδια προσδιορίζοντας το “πιστεύω” της. “Το ουσιώδες πρόβλημα” συνέχιζε “είναι ότι η ζωή δεν μπορεί πάντοτε να χορευτεί με παραδοσιακές αισθητικές φόρμες”.

Η αλήθεια είναι ότι με το δικό της Χοροθέατρο- μια προσωπική φόρμα θεάματος που κατόρθωσε να υπερβεί τις συμβατικές κατηγοριοποιήσεις και ετικέτες- η δημοφιλέστερη επίγονος του εξπρεσιονιστικού χορού στη Γερμανία διαδραμάτισε εξαιρετικά καίριο ρόλο τόσο στη χορευτική όσο και στη θεατρική σκηνή, όσο και αν τα πρώτα έργα της προκάλεσαν αντιδράσεις μεταξύ τόσο του κοινού όσο και των ειδημόνων.

«Ο ρόλος του χορογράφου που απλώς ασχολείται με βήματα και κινήσεις «υποταγμένες» σε έναν συγκεκριμένο κώδικα δεν της αρκούσε. Αυτό που τη γοήτευε είναι η αιτία που ωθεί τους ανθρώπου».

Βίαιες χορογραφίες – λεκτικός αυτοσχεδιασμός

Το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», έντυπο πρωτοπόρος στην ιστορία του ελληνικού περιοδικού Τύπου, έγραφε για την Μπάους στο τεύχος της 8ης Ιουλίου 1992:

Γεννήθηκε στο Σόλιγκεν, όπου ο πατέρας της διατηρούσε καμπαρέ.

Από μικρή αφιερώθηκε στην τέχνη του χορού, σπουδάζοντας στη Γερμανία και τη Νέα Υόρκη, πλάι σε διάσημους χορογράφους, για να επιστρέψει στην πατρίδα της, το 1962 και να προσληφθεί αμέσως στο συγκρότημα “Folkwang”.

(…)

Εν έτει 1971 της ανατίθεται η διεύθυνση του συγκροτήματος του Βούπερταλ, αγνώστου ως τότε, το οποίο γίνεται το κυρίως εκφραστικό όχημα της Πίνα Μπάους για να φέρει τα πάνω κάτω στον ευρωπαϊκό χορό.

Οι χορογραφίες της είναι βίαιες, ακραίες ψυχογραφικές και απρόβλεπτες, ενώ οι χορευτές έχουν το ελεύθερο στον (και λεκτικό) αυτοσχεδιασμό. (…) Άλλωστε, οι δύο εμφανίσεις της Μπάους στην Ελλάδα έχουν γραφεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του Φεστιβάλ Αθηνών».

Όταν η Μπάους επισκέφθηκε την Ελλάδα

Η Μπάους επισκέφθηκε την Ελλάδα και στα επόμενα χρόνια. Η τελευταία φορά ήταν ένα περίπου χρόνο πριν τον θάνατό της.

Από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου χαρακτηρίστηκε εξάλλου η παρουσίαση της χορογραφημένης όπερας «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ, το καλοκαίρι του 2008, σε χορογραφία- σκηνοθεσία της Πίνα Μπάους.

Επρόκειτο για μια λαμπρή συνεργασία της με το Μπαλέτο της Εθνικής Οπερας του Παρισιού, η οποία γνώρισε εξαιρετική επιτυχία από πλευράς κοινού και κριτικής.

Η Μπάους και το γυναικείο φύλλο

Όπως ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, έτσι και η ίδια ήθελε οι θεατές της να σκέπτονται ό,τι βλέπουν και ακούνε και να βγάζουν τα προσωπικά τους συμπεράσματα», γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 1ης Ιουλίου 2009.

Ανέμενε, όπως αναφέρουν ορισμένες πηγές, ένα είδος καταδίκης για τις αδικίες της ζωής, κυρίως αυτές τις οποίες υπέφεραν οι γυναίκες. “Στη σκηνή, αν όχι στην ίδια τη ζωή, έγινε μια φεμινίστρια-ακτιβίστρια” έχει γραφτεί κάπου χαρακτηριστικά, έστω και αν η ίδια έχει δηλώσει επιφυλακτική ως προς τον όρο “φεμινισμός”.

Υπερασπίστηκε το θηλυκό απέναντι στο αρσενικό καθώς, κατά την άποψή της, το δεύτερο ήταν «ένα επιθετικό στοιχείο της κοινωνίας».