Κάποτε ένας πολύ σοβαρός Αμερικανός επιδημιολόγος μού είχε πει ότι οι άνθρωποι που προσέχουν πάρα πολύ τη διατροφή τους είναι ζήτημα αν έχουν κάποιες επιπλέον εβδομάδες ζωής σε σχέση με αυτούς που την αφήνουν στην τύχη. Ως σχετικά νέος τότε ιατρικός συντάκτης, είχα εκπλαγεί και είχα αναρωτηθεί: «Τότε, γιατί γράφουμε και λέμε όλα αυτά στον κόσμο για την αξία της υγιεινής διατροφής;». Με τα χρόνια, κατάλαβα ότι ήταν μια υπεραπλούστευση από πλευράς του που εμπεριείχε αυτοσαρκασμό και σίγουρα δεν αποτελούσε μια επιστημονική αλήθεια.

Είναι μια επιστημονική αλήθεια ωστόσο ότι σε πολλές διεθνείς επιδημιολογικές μελέτες το προσδόκιμο επιβίωσης έχει συσχετιστεί με τη διατροφή. Είναι σχεδόν βέβαιο πλέον ότι μια πολύ ανθυγιεινή διατροφή, με υπερβολικά λιπαρά, πολλούς απλούς υδατάνθρακες, επεξεργασμένα τρόφιμα και μεγάλες ποσότητες φαγητού και γλυκών, αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε ένα λιγότερο ή περισσότερο σοβαρό νόσημα. Οι άνθρωποι που την ακολουθούν «αυτοκτονούν τρώγοντας», τονίζουν κάποιοι επιστήμονες κουνώντας μας το δάχτυλο και θυμίζοντάς μας ότι συνδέεται κατά 30% με την εμφάνιση καρκίνου και καρδιαγγειακών παθήσεων.

Παράλληλα, οι ίδιοι αλλά και όλοι εμείς αναρωτιόμαστε: «Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πειθαρχήσουμε όσον αφορά το φαγητό; Γιατί, αφού όλοι γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε, δεν το κάνουμε;». Είναι ζήτημα εγκεφάλου, λένε και ξαναλένε οι ειδικοί, σαν να μας προειδοποιούν ότι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά για να το αλλάξουμε. Από την άλλη, μας υπενθυμίζουν ότι το φαγητό λειτουργεί συχνά ως υποκατάστατο συναισθημάτων που δεν βιώνονται. Επίσης, ότι είναι μια συνήθεια που από την παιδική μας ηλικία έχει καταγραφεί στους γευστικούς μας κάλυκες, αλλά και στα γονίδιά μας, τα οποία ενδεχομένως να συνηθίζουν με τα χρόνια σε ένα συγκεκριμένο διατροφικό μοτίβο.

«Αν η μισή Ελλάδα παίρνει αγχολυτικά, η άλλη μισή τρώει χωρίς αύριο», είχα ακούσει από έναν καρδιολόγο σε ένα κάλεσμα και μου είχε φανεί άδικο και αυθαίρετο συμπέρασμα. Στη φράση του που ακολούθησε –η οποία ήταν βασισμένη σε στατιστική–, αναθεώρησα. «Γιατί πάνω από τους μισούς Έλληνες είναι υπέρβαροι και αρκετοί παχύσαρκοι;» διερωτήθηκε, και το ερώτημα έμεινε μετέωρο καθώς εκείνη τη στιγμή οι περισσότεροι στο τραπέζι αποτελειώναμε ένα νοστιμότατο προφιτερόλ. Προτού το προφιτερόλ γίνει θρόμβος και ταξιδέψει έως τη στεφανιαία, συνειδητοποίησα πόσο άστοχη και τρομολαγνική ήταν για χρόνια η επικοινωνιακή πολιτική της επιστημονικής κοινότητας για την ανθυγιεινή διατροφή. Αυτή η πολιτική φοβάμαι ότι οδήγησε σε ένα βολικό εφησυχασμό – κυρίως όσους σήμερα είμαστε άνω των 40 ετών. Όλα στις εξετάσεις μας είναι συνήθως λίγο ανεβασμένα κι εμείς συνεχίζουμε το τσιμπολόγημα αφού οι περισσότεροι έχουμε εκπαιδευτεί πλέον αυτοί οι δείκτες υγείας να μας προβληματίζουν το πολύ για μία ή δύο ημέρες.

Ίσως, τώρα που ο τρόμος δεν είναι ο τρόπος να συνετιστούμε, μπορούμε ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί να κατανοήσουμε σε βάθος τον κυριότερο σκοπό της τροφής στη ζωή μας, ο οποίος είναι η επιβίωσή μας, με την απόλαυσή μας να ακολουθεί. Καλή μας όρεξη!