Τα dating apps έχουν γίνει το βασικό μέσο για όσους αναζητούν σχέση — ή ίσως κάτι πιο βαθύ: Επιβεβαίωση. Αποδοχή. Ασφάλεια. Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι είναι εύκολο να παγιδευτούν σε έναν φαύλο κύκλο που τροφοδοτεί ανασφάλειες και ενισχύει προβληματικές συνήθειες.

Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Computers in Human Behavior επιβεβαιώνει ότι χιλιάδες νέοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις εφαρμογές γνωριμιών – όχι τόσο για να γνωρίσουν κάποιον – αλλά για να νιώσουν λίγο καλύτερα με τον εαυτό τους.

Η έρευνα έγινε σε περισσότερους από 5.400 νέους ενήλικες, ηλικίας 18 έως 35 ετών, στην Ταϊβάν και εξέτασε πώς συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά επηρεάζουν τη χρήση των dating apps. Τα ευρήματα δείχνουν ξεκάθαρα ότι άτομα με υψηλά επίπεδα άγχους — ιδίως γύρω από την εξωτερική εμφάνιση, τις κοινωνικές καταστάσεις και τον φόβο της απόρριψης — έτειναν να βασίζονται στα apps για να «χτίσουν» την εικόνα τους και να συνδεθούν με άλλους με έναν πιο ελεγχόμενο και ασφαλή τρόπο.

Τα dating apps προσφέρουν κάτι που η πραγματική ζωή σπάνια δίνει τόσο άμεσα: την ψευδαίσθηση ελέγχου.

Επιλέγεις φωτογραφίες. Φτιάχνεις το προφίλ σου όπως θέλεις. Μπορείς να φλερτάρεις χωρίς να κοιτάς κάποιον στα μάτια. Και κάθε φορά που έρχεται ένα match, παίρνεις μια μικρή δόση από αυτό που ίσως δεν παίρνεις αλλού: την αίσθηση ότι αξίζεις.

Αλλά τι γίνεται όταν αυτό δεν είναι αρκετό; Όταν αρχίζεις να ψάχνεις ποιος δεν σου απάντησε, τι θα μπορούσες να αλλάξεις στο bio σου, γιατί δεν έχεις καινούρια match. Όταν νιώθεις χάλια όχι επειδή σε απέρριψε κάποιος που σε ήξερε, αλλά κάποιος που απλώς σε είδε για τρία δευτερόλεπτα και πάτησε «όχι».

Η σκοτεινή πλευρά των dating apps

Ερευνητές από το Imperial College of Business στο Λονδίνο υποστηρίζουν ότι τα dating apps μπορεί να επηρεάσουν τις ορμόνες και την ευημερία των χρηστών.

Ειδικότερα, η αναμονή για έναν πιθανό ταίρι αυξάνει τα επίπεδα ντοπαμίνης, ενισχύοντας τη συμπεριφορά αναζήτησης. Επιπλέον, η αξιολόγηση των προφίλ ενεργοποιεί το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, που μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα ευχαρίστησης ή απογοήτευσης. Παράλληλα, η θετική ή αρνητική ανταπόκριση επηρεάζει τα επίπεδα τεστοστερόνης και κορτιζόλης, μειώνοντας ή ανεβάζοντας τη λίμπιντο και τη συναισθηματική κατάσταση.

«Η παρατεταμένη χρήση αυτών των εφαρμογών μπορεί να οδηγήσει σε νευροχημική εξάρτηση, ευερεθιστότητα και διακυμάνσεις της διάθεσης», εξηγούν οι ερευνητές.