Η Κιμ Καρντάσιαν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, αντιμέτωπη με τους 10 «παππούδες ληστές», τους κατηγορούμενους οι οποίοι φέρονται να πραγματοποίησαν μία από τις πιο τολμηρές ληστείες διασημοτήτων τα ξημεώματα της 3ης Οκτωβρίου 2016.

Η Καρντάσιαν, για πέντε περίπου ώρες, απαντούσε σε ερωτήσεις για το τραυματικό περιστατικό που της άλλαξε για πάντα τη ζωή γράφει το NBC News.

Η Καρντάσιαν ήταν εμφανώς σοκαρισμένη με τα media να αναφέρουν ότι έτρεμε σε πολλά σημεία της κατάθεσης της στην αίθουσα του δικαστηρίου.

«Γεια σας. Είμαι η Κιμ Καρντάσιαν και θέλω απλώς να τους ευχαριστήσω όλους, ειδικά τις γαλλικές αρχές που μου επέτρεψαν να βρίσκομαι εδώ και να καταθέσω σήμερα και μου επέτρεψαν να μοιραστώ την αλήθεια μου», είπε η reality star και επιχειρηματίας. Στην αίθουσα βρέθηκε και η μητέρα της, Κρις Τζένερ.

«Ήρθα στο Παρίσι για την Εβδομάδα Μόδας και το Παρίσι είναι πάντα ένα μέρος που αγαπώ τόσο πολύ. Συνήθιζα να περπατάω στην πόλη όταν ξυπνούσα στη μέση της νύχτας στις 03:00 ή 04:00, για να κάνω βόλτες στην πόλη» είπε σύμφωνα με το BBC.

H Kαρτνάσιαν εξομολογήθηκε ότι μέχρι εκείνη τη βραδιά η πόλη την έκανε να νιώθει ασφαλής. «Σταματούσα σε μικρά ξενοδοχεία για ζεστή σοκολάτα, ήταν μαγικό. Αλλά όταν ήρθα για την Εβδομάδα Μόδας κατά τη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, άλλαξαν τα πάντα» είπε ζητώντας μια μικρή παύση καθώς σκούπιζε τα δάκρυα της.

«Θα αναχωρούσαμε το επόμενο πρωί οπότε ετοίμαζα τα πράγματά μου και στις 03:00 ετοιμαζόμουν να πέσω για ύπνο» είπε όταν άκουσε θορύβους στις σκάλες και φώναξε την αδερφή της, αλλά κανείς δεν απάντησε.

Αρχικά, όταν δύο άτομα μπήκαν στο υπνοδωμάτιό της η Καρντάσιαν είπε ότι «νόμιζε ότι ήταν αστυνομικοί».

«Το δαχτυλίδι! Το δαχτυλίδι»

Στη συνέχεια κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως νόμιζε. Οι δύο άνδρες είχαν οδηγήσει στο δωμάτιό της έναν ακόμη άνδρα που είχε χειροπέδες. Ήταν ο ο Αλγερινός υποψήφιος διδάκτορας και ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου Hotel de Pourtalès,  Αμπντεραχμάν Ουατίκι.

«Ήμουν πολύ μπερδεμένη – έπρεπε να καταλάβω τι έτρεχε», είπε προσθέτοντας ότι είχε αποκοιμηθεί φορώντας μόνο μια ρόμπα. «Ήμουν κυριολεκτικά ταραγμένη» πρόσθεσε.

Η Καρντάσιαν ρωτούσε τον Ουατίκι τι συνέβαινε με επιμονή, αλλά εκείνος, ήρεμα, της απάντησε ότι δεν γνωρίζει.

«Νομίζω ότι αυτό με μπέρδεψε λίγο περισσότερο – δεν καταλάβαινα αν ήταν μέρος αυτού ή όχι», είπε η Καρντάσιαν. «Τώρα πλέον ξέρω πόσο σοκαρισμένος ήταν, ήταν απλώς ένα θύμα όπως εγώ και ήμασταν σε αυτό μαζί», συνέχισε,

Στη συνέχεια η Καρντάσιαν είπε ότι οι ληστές ζητούσαν με επιμονή το «δαχτυλίδι».

«Ήμουν σε μεγάλο σοκ, γιατί ειλικρινά πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις γίνονταν στον κόσμο και εγώ και οι φίλοι μου μιλούσαμε για το τι συνέβαινε στον κόσμο και… Δεν κατάλαβα τι συνέβαινε και δεν κατάλαβα ότι επρόκειτο για τα κοσμήματά μου, παρόλο που ζήτησαν συγκεκριμένα το δαχτυλίδι μου» είπε.

Ο πιο κοντός από τους άνδρες βρήκες το δαχτυλίδι της -«Ήταν δίπλα στο κρεβάτι μου», είπε στην κατάθεσή της- ενώ ο δεύτερος ληστής έψαχνε το δωμάτιο με μανία.

«Ο ψηλότερος έψαχνε τα πράγματά μου. Όταν βρήκε το κουτί με τα κοσμήματα, είπε ενθουσιασμένος ‘Αχα, Αχα!, γιατί είχε ανακαλύψει περισσότερα κοσμήματα» είπε η Καρντάσιαν.

«Με σήκωσαν από το κρεβάτι, με άρπαξαν και με πήγαν στον διάδρομο για να ψάξουν για περισσότερα κοσμήματα, περισσότερα πράγματα» είπε. Τότε είδε ότι είχαν όπλο επάνω τους.

Ένας από τους ληστές έβαλε το όπλο στην πλάτη της. «Αυτή ήταν η πρώτη στιγμή που σκέφτηκα ότι έπρεπε να φύγω από εκεί μέσα, να το σκάσω. Αλλά δεν είχα πράγματι επιλογή, οπότε απλώς έμεινα – και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να κάνω ό,τι μου ζητούσαν» είπε.

Στη συνέχεια κατέθεσε ότι την έριξαν επάνω στο κρεβάτι με δεμένα χέρια. Στη συνέχεια, απευθυνόμενη στον ρεσεψιονίστ, του ζήτησε να την αφήσουν να ζήσει.

«Παρακαλώ μεταφράστε τους ότι έχω μωρά, πρέπει να γυρίσω σπίτι». Η φωνή της πάλι έσπασε από το σοκ της μνήμης. Ένας από τους ληστές έσκυψε και της είπε ότι όλα θα πάνε καλά, συνέχισε στην κατάθεση της η Καρντάσιαν καθώς σκούπιζε τα δάκρυά της.

«Πίστεψα ότι θα με βιάσουν»

Γυμνή μέσα από τη ρόμπα, η Καρντάσιαν είπε ότι όταν η ρόμπα της γλύστρησε από επάνω της φοβήθηκε ότι θα την κακοποιούσαν.

«Εκείνη τη στιγμή ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι θα με βιάσει. Έκανα μια προσευχή για να προετοιμαστώ ψυχικά», λέει, αλλά αντίθετα τα πόδια της ήταν δεμένα μεταξύ τους και τότε είδε ένα όπλο που υψώθηκε προς το μέρος της.

«Τότε πίστεψα ότι θα με πυροβολούσαν. Προσευχήθηκα για την οικογένειά μου, τη μαμά μου, την αδερφή μου και την καλύτερή μου φίλη» [η Καρντάσιαν ήταν στο Παρίσι με τη μητέρα, την αδελφή της Κόρτνεϊ και η Σιμόν Χαρούς].

Η Καρντάσιαν ήξερε ότι η Κόρτνεϊ, θα επέστρεφε σύντομα στο δωμάτιο, φοβήθηκε για την ίδια και εκείνη. «Εκείνο το βράδυ νόμιζες ότι θα πέθαινες;» ρώτησε ο δικαστής την Καρντάσιαν με εκείνη να απαντά κατηγορηματικά: «Ήμουν σίγουρη ότι θα πεθάνω!».

Στη συνέχεια ένας από τους ληστές τη σήκωσε και την έβαλε στο πάτωμα στο μπάνιο. «Με έριξε στο πάτωμα σαν να έπρεπε να φύγουν γρήγορα από εκεί μέσα Μετά περίμενα λίγα λεπτά – δεν ήμουν σίγουρη αν θα έβρισκαν κάτι και θα επέστρεφαν – αλλά μετά από λίγο, δεν άκουγα τίποτα» συνέχισε.

Η Καρντάσιαν είπε ότι κατάφερε να σπάσει τα tie-rap (δεματικά) στα χέρια της στη βρύση. Οι αστράγαλoί της παρέμεναν δεμένοι και το στόμα της ήταν κλεισμένο με μονωτική ταινία.

«Όταν κατάφερα να βγάλω την ταινία, κατέβηκα κάτω για να βρω τη Σιμόν [τη στιλίστριά της]», είπε, εξηγώντας πως με τη βοήθεια της κατάφερε να απελευθερωθεί. Οι δύο γυναίκες, έτρεξαν στο μπαλκόνι και κρύφτηκαν στους θάμνους του ξενοδοχείου.

«Θυμάμαι να τηλεφωνώ στη μαμά μου από τους θάμνους για να την ενημερώσω τι συνέβη», είπε η Καρντάσιαν, «και μετά νομίζω ότι ενώ περιμέναμε να έρθει η ασφάλειά μου, η Σιμόν και εγώ προσπαθούσαμε να καταστρώσουμε ένα σχέδιο αν επέστρεφαν».

Λίγο μετά το θρίλερ τελείωσε. Η Κόρτνεϊ και η προσωπική της ασφάλεια είχαν επιστρέψει ενώ στη συνέχεια ήρθε και η αστυνομία.

Ωστόσο η Καρντάσιαν δεν είχε ηρεμήσει. «Ήμουν σε σοκ, ειλικρινά», είπε στο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε πώς ένιωσε κατά την ανάκριση από την αστυνομία. «Αναρωτιόμουν ποιον μπορούσα να εμπιστευτώ – τι θα γινόταν αν ένας από αυτούς ήταν ντυμένος αστυνομικός;».

Στη συνέχεια η Καρντάσιαν αναφέρθηκε στο «βαθύ ψυχολογικό τραύμα», ενώ αποκάλυψε ότι είχε γίνει φοβική και απέφευγε να κυκλοφορήσει.

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ αν δεν υπάρχουν πολλοί φύλακες ασφαλείας», είπε.

Η Κιμ Καρντάσιαν κατέθεσε εναντίον των 10 υπόπτων, γνωστών ως «παππούδες ληστές», που κατηγορούνται ότι έκλεψαν κοσμήματα αξίας 9 εκατομμυρίων δολαρίων υπό την απειλή όπλου το 2016.

Η Καρντάσιαν είπε ότι μετά το περιστατικό αποφεύγει να δημοσιεύει στα social media σε πραγματικό χρόνο.

Όταν ένας από τους υπόπτους, ο Aomar Ait Khedache, έστειλε σημείωμα συγγνώμης, η Καρντάσιαν είπε: «Τον συγχωρώ για όσα έγιναν, αλλά αυτό δεν αλλάζει το συναίσθημα και την τραυματική εμπειρία».

Επιπλέον απέρριψε τις φήμες ότι σκηνοθέτησε τη ληστεία για δημοσιότητα. «Ήταν πραγματικά οδυνηρό, ήταν κάτι που με πλήγωσε βαθιά» ξεκαθάρισε.

Η παιδική της φίλη και πρώην στιλίστρια της, Σιμόν Χαρούς, επίσης κατέθεσε, περιγράφοντας τον «τρόμο» στη φωνή της Καρντάσιαν εκείνο το βράδυ και πώς η ληστεία την οδήγησε σε αλλαγή καριέρας.

Παρά την έντονη συναισθηματική φόρτιση, η Καρντάσιαν «παρέμεινε ψύχραιμη, υποστηρίζοντας το έργο της δικαιοσύνης» σημειώνει το NBC News.

Σύγκρουση δύο κόσμων

Η ληστεία της Καρντάσιαν στο Παρίσι έχει αναδείξει πολλά. Τους κινδύνους της υπερβολικής έκθεσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την κόντρα δύο τάξεων.

Το περιστατικό, έγραψε η Πατρίσια Τουρανσό, συγγραφέας του βιβλίου Η Κιμ Και Οι Παππούδες Ληστές «ήταν ένα σοκαριστικό clash δύο κόσμων: οι γερασμένοι, φτωχοί ληστές της παρισινής banlieue απέναντι σε μια παγκόσμια σταρ που πετάει με ιδιωτικά τζετ – και ούτε καν ήξεραν ποια ήταν».

Σύμφωνα με το BBC, το επόμενο πρωί της ληστείας, ο Γιουνίς Αμπάς [ένας από τους ληστές] γύρισε σπίτι για να κοιμηθεί λίγο. Όταν ξύπνησε, η γυναίκα του παρακολουθούσε τα δελτία της τηλεόρασης. Η ληστεία με θύμα την Κιμ Καρντάσιαν ήταν πρώτο θέμα.

Τα κοσμήματά, συνολικής αξίας περίπου 10 εκατ. είχαν κλαπεί και ανάμεσα τους και το δαχτυλίδι αρραβώνων που της είχε χαρίσει ο τότε σύζυγός της Κάνιε Γουέστ, αξίας 4 εκατ. δολαρίων.

«Αυτό φωνάζει το όνομά σου», φώναξε η γυναίκα του 62χρονου ληστή όταν τον είδε. Γνώριζε, ο άνδρας της είχε περάσει τη ζωή του μπαινοβγαίνοντας στο έγκλημα, από μικροκλοπές μέχρι ληστείες τραπεζών.

Η ληστεία της Καρντάσιαν, όπως αργότερα έγραψε στα απομνημονεύματά του, θα ήταν η «τελευταία του δουλειά πριν συνταξιοδοτηθεί».

Ένα κολιέ στο δρόμο

https://www.youtube.com/watch?v=k2XnV4B-5VI

Μόλις εκείνη τη στιγμή ο Αμπάς συνειδητοποίησε ποιό ήταν το θύμα τους. Τα λάθη τους ήταν πολλά. Η συμμορία είχε αφήσει ίχνη από DNA στο ξενοδοχείο, τα πλάνα από κάμερες ασφαλείας σε ένα Παρίσι οχυρωμένο λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων του 2015 και, το πιο αστείο όλων, ένας περαστικός που βρήκε ένα κολιέ με διαμάντια στο δρόμο και το φόρεσε στη δουλειά του, πριν καταλάβει την αξία του γράφει το BBC.

Οι συλλήψεις ήρθαν γρήγορα. Ο «Ομάρ ο Γέρος», όπως ήταν γνωστός ο Κεντάς, είχε ήδη καταγραφεί στα αρχεία της αστυνομίας. Τα τηλέφωνα των δραστών έδειξαν ταξίδι στην Αμβέρσα, κέντρο εμπορίου διαμαντιών, αμέσως μετά τη ληστεία.

Τα περισσότερα κοσμήματα πιστεύεται ότι λιώθηκαν ή διαλύθηκαν και πουλήθηκαν σε κομμάτια. Το διάσημο δαχτυλίδι των 4 εκατ. δολαρίων δεν βρέθηκε ποτέ.

Τρεις μήνες μετά, στις αρχές του 2017, ο Αμπάς και αρκετοί από τους φερόμενους συνεργούς του συνελήφθησαν.

Οι αρχές προχώρησαν σε συλλήψεις δέκα ατόμων -από αυτούς οι πέντε κατηγορούνται ότι συμμετείχαν ενεργά στη ληστεία, ενώ άλλοι έξι θεωρούνται συνεργοί.

Οι περισσότεροι είχαν γεννηθεί τη δεκαετία του 1950, με τα γαλλικά ΜΜΕ να τους αποκαλούν «οι παππούδες ληστές».

Ο Αμπάς και ο 68χρονος Αομάρ Αΐτ Κεντάς έχουν ομολογήσει την ενοχή τους· οι υπόλοιποι όχι. Ένας από αυτούς πέθανε, ενώ άλλος ένας 81 ετών κρίθηκε ακατάλληλος να δικαστεί λόγω άνοιας.

Από τον Λουκά Καρνή