Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας «καλός άνθρωπος» όταν του το ζητήσει μια αρχή;
Το 1961, σε ένα πανεπιστημιακό εργαστήριο στο Γέιλ, ο ψυχολόγος Στάνλεϊ Μίλιγκραμ ξεκίνησε ένα πείραμα που έμελλε να ταράξει την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Στόχος του: να εξετάσει πώς απλοί πολίτες μπορούν να διαπράξουν πράξεις βίας, όταν τους το ζητούν άτομα με εξουσία.
Η έμπνευση ήρθε λίγο μετά τη δίκη του ναζιστή Άιχμαν, που υποστήριζε ότι «απλώς ακολουθούσε εντολές». Ο Μίλιγκραμ αναρωτήθηκε: πόσοι από εμάς θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο;
Το πείραμα: μια ψευδαίσθηση τιμωρίας
Οι συμμετέχοντες πίστευαν ότι έπαιρναν μέρος σε μια μελέτη για τη μνήμη και τη μάθηση. Έπαιζαν τον ρόλο του «δασκάλου», ενώ ένας ηθοποιός, υποδυόμενος τον «μαθητή», δεχόταν ηλεκτροσόκ κάθε φορά που έκανε λάθος απάντηση. Οι εντολές δίνονταν από έναν άνδρα με λευκή ποδιά, που ενσάρκωνε την εξουσία.
Καθώς το πείραμα εξελισσόταν, τα «ηλεκτροσόκ» αυξάνονταν σε ένταση — μέχρι και 450 βολτ. Οι κραυγές πόνου, οι εκκλήσεις για σταματημό και οι σιωπές του «μαθητή» ήταν όλες προσποιητές, αλλά ο «δάσκαλος» δεν το γνώριζε.
Το αποτέλεσμα: σοκαριστική υπακοή
Το 65% των συμμετεχόντων έφτασε στο ανώτατο επίπεδο των 450 βολτ, παρά τις κραυγές και τις ικεσίες. Σχεδόν όλοι συνέχισαν να δίνουν τιμωρίες, απλώς και μόνο επειδή τους το ζητούσε μια φιγούρα εξουσίας — ακόμη κι όταν δίσταζαν, όταν ίδρωναν, έτρεμαν ή έκλαιγαν.
Ο Μίλιγκραμ δεν ήθελε απλώς να κατηγορήσει. Ήθελε να αποδείξει ότι η υπακοή δεν είναι προϊόν κακίας, αλλά κοινωνικών δομών. Ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες, σχεδόν όλοι μας μπορούμε να γίνουμε εκτελεστικά όργανα βίας.
Το πείραμα προκάλεσε διεθνές σοκ. Θεωρήθηκε απάνθρωπο από πολλούς, αλλά τα συμπεράσματά του επιβεβαιώθηκαν ξανά και ξανά. Έκτοτε, το όνομα «Μίλιγκραμ» έγινε συνώνυμο της σκοτεινής πλευράς της υπακοής — της υπακοής χωρίς ηθική κρίση.