Η πανδημία του κορονοϊού άνοιξε νέους ορίζοντες για την τηλεργασία, αναγκάζοντας πολλά επαγγέλματα να στραφούν στην κατ’ οίκον δουλειά. Η συγκεκριμένη συνήθεια φαίνεται ότι εξακολουθεί να τηρείται σε αρκετές χώρες στην Ευρώπη, με τα ποσοστά να ποικίλουν, λόγω πολιτιστικών και οικονομικών παραγόντων.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει το υψηλότερο ποσοστό τηλεργασίας μεταξύ 18 ευρωπαϊκών χωρών, με τους εργαζόμενους να εργάζονται κατά μέσο όρο 1,8 ημέρες την εβδομάδα από το σπίτι. Αντίθετα, τελευταία και καταϊδρωμένη έρχεται η Ελλάδα.
Το τέταρτο σκέλος της παγκόσμιας έρευνας για τις εργασιακές ρυθμίσεις (G-SWA), που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Νοεμβρίου 2024 και Φεβρουαρίου 2025, αξιοποίησε εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης ηλικίας 20 έως 64 ετών που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση (κολέγιο ή πανεπιστήμιο).
Πρώτο το Ηνωμένο Βασίλειο
Σύμφωνα με τον Δρ Κεβάτ Γκιρέι Ακσόι, επικεφαλής οικονομολόγο της EBRD και αναπληρωτή καθηγητή οικονομικών στο King’s College του Λονδίνου, αρκετοί παράγοντες οδηγούν το Ηνωμένο Βασίλειο στην πρώτη θέση της κατάταξης, τονίζει δημοσίευμα του Euro News.
«Το Ηνωμένο Βασίλειο σημειώνει υψηλή βαθμολογία στην πολιτισμική ατομικότητα, η οποία συνδέεται στενά με την άνεση σε αυτόνομα εργασιακά περιβάλλοντα», δήλωσε ο Γκιρέι Ακσόι.
Ο Ακσόι σημείωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο βίωσε μακρά και αυστηρά lockdowns, επιταχύνοντας την υιοθέτηση υποδομών και κανόνων απομακρυσμένης εργασίας. Εξήγησε επίσης ότι η αγορά εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου είναι συγκεντρωμένη σε τομείς υπηρεσιών – όπως τα χρηματοοικονομικά, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες και τα μέσα ενημέρωσης – όπου η τηλεργασία μπορεί να αποτελέσει μια πρακτική επιλογή.
«Είναι κρίσιμο ότι οι Βρετανοί εργαζόμενοι έχουν αναπτύξει ισχυρές και διαρκείς προτιμήσεις για υβριδική εργασία, επιθυμώντας συνήθως 2-3 ημέρες τηλεργασίας την εβδομάδα. Αυτό δεν είναι πλέον ένα οριακό όφελος- είναι μια βασική προσδοκία», δήλωσε.
Ο Ακσόι προειδοποίησε ότι οι επιχειρήσεις που αγνοούν αυτή την πραγματικότητα μπορεί να αντιμετωπίσουν σοβαρό μειονέκτημα στην προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων – ιδίως όταν ανταγωνίζονται εργοδότες σε άλλες αγγλόφωνες χώρες που έχουν υιοθετήσει την ευελιξία.
Στον πάτο της κατάταξης η Ελλάδα
Η Ελλάδα αναφέρει το χαμηλότερο ποσοστό τηλεργασίας στην Ευρώπη, με μόλις 0,6 ημέρες την εβδομάδα.
«Μέρος της εξήγησης έγκειται στη δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε τομείς όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο και η φιλοξενία – θέσεις εργασίας που γενικά απαιτούν φυσική παρουσία», δήλωσε ο Ακσόι.
«Αλλά βαθύτεροι πολιτιστικοί και θεσμικοί παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο. Η Ελλάδα βαθμολογείται σχετικά χαμηλά στην ατομικότητα», πρόσθεσε.
Δήλωσε ότι η ψηφιακή υιοθέτηση και οι πρακτικές διαχείρισης ήταν σχετικά υπανάπτυκτες πριν από την πανδημία, γεγονός που πιθανώς επιβράδυνε την υιοθέτηση της τηλεργασίας.
Φινλανδία, Γερμανία και Πορτογαλία
Στην Ευρώπη, η Φινλανδία (1,7 ημέρες) και η Γερμανία (1,6 ημέρες) ακολούθησαν το Ηνωμένο Βασίλειο στην κατάταξη. Τα ποσοστά τηλεργασίας είναι επίσης σχετικά υψηλά στην Πορτογαλία (1,5 ημέρες), καθώς και στην Ουγγαρία και τις Κάτω Χώρες (και οι δύο 1,4 ημέρες).
Οι εργαζόμενοι στην Τσεχία, την Ιταλία και τη Σουηδία εργάζονται από το σπίτι 1,3 ημέρες την εβδομάδα, δηλαδή ελαφρώς πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Η Ρουμανία, η Ισπανία και η Αυστρία ευθυγραμμίζονται με τον παγκόσμιο μέσο όρο, καθώς η καθεμία αναφέρει 1,2 ημέρες εργασίας εξ αποστάσεως την εβδομάδα.
Τι προκαλεί τις διαφορές στα ποσοστά
Ο Ακσόι αποδίδει τη διαφοροποίηση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών σε ένα μείγμα διαρθρωτικών, πολιτιστικών και οικονομικών παραγόντων.
«Μεταξύ αυτών, ο πιο ισχυρός προγνωστικός παράγοντας είναι η ατομικότητα – ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό που δίνει έμφαση στην προσωπική αυτονομία, την αυτοπεποίθηση και την ανεξαρτησία έναντι των συλλογικών στόχων ή της στενής εποπτείας», δήλωσε.
Πρόσθεσε ότι και άλλοι παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η σοβαρότητα και η διάρκεια των αποκλεισμών του COVID-19, η πυκνότητα του πληθυσμού και η βιομηχανική δομή κάθε οικονομίας. Για παράδειγμα, οι χώρες με μεγαλύτερο ποσοστό τομέων φιλικών προς την απομακρυσμένη απασχόληση, όπως η πληροφορική και η χρηματοοικονομική, είναι σε καλύτερη θέση για να υποστηρίξουν υβριδικά μοντέλα. Στις πυκνοκατοικημένες χώρες παρατηρούνται επίσης συχνά υψηλότερα επίπεδα τηλεργασίας, εν μέρει λόγω των μεγαλύτερων μετακινήσεων.
Οι διχασμένες σκανδιναβικές χώρες
Ενώ η Φινλανδία κατατάσσεται δεύτερη στην Ευρώπη με 1,7 ημέρες εξ αποστάσεως εργασίας την εβδομάδα, η Νορβηγία και η Δανία αναφέρουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά με μόλις 0,9 ημέρες. Η Σουηδία, με 1,3 ημέρες, βρίσκεται στο ενδιάμεσο, αντανακλώντας ένα σαφές χάσμα στις τάσεις της εξ αποστάσεως εργασίας στις σκανδιναβικές χώρες.
Ο Ακσόι, σύμφωνα με το Euro News, εξήγησε ότι η Φινλανδία έχει ελαφρώς πιο ατομικιστική κουλτούρα και μακροχρόνια έμφαση στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και στην αυτονομία των εργαζομένων σε σύγκριση με τη Δανία και τη Νορβηγία, οι οποίες μπορεί να διατηρούν πιο παραδοσιακές πρακτικές διαχείρισης.
«Οι φινλανδικοί οργανισμοί, ιδίως στον δημόσιο τομέα και τις τεχνολογικές βιομηχανίες, υιοθέτησαν από νωρίς τις πολιτικές ευέλικτης εργασίας – ακόμη και πριν από την πανδημία», πρόσθεσε.
Μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης, η Γαλλία έχει το χαμηλότερο ποσοστό απομακρυσμένης εργασίας, με τους εργαζόμενους να βρίσκονται κατά μέσο όρο μόλις 1 ημέρα την εβδομάδα από το σπίτι. Η Τουρκία ακολουθεί από κοντά με 0,9 ημέρες, ενώ η Πολωνία προηγείται ελαφρώς με 1,1 ημέρες.
Σταθεροποίηση στα επίπεδα τηλεργασίας
Τα συνολικά επίπεδα εργασίας από το σπίτι έχουν μειωθεί παγκοσμίως, πέφτοντας από 1,6 ημέρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο το 2022 σε 1,33 ημέρες το 2023. Το 2024 και το 2025, μειώθηκαν πολύ πιο συγκρατημένα σε 1,27 ημέρες.
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα απομακρυσμένης εργασίας έχουν περίπου σταθεροποιηθεί από το 2023.
«Ωστόσο, αυτή η σταθερότητα δεν σημαίνει στασιμότητα. Θα μπορούσαν ακόμη να σημειωθούν σταδιακές αλλαγές – με γνώμονα τις νέες τεχνολογίες, την αλλαγή των δημογραφικών στοιχείων ή τις εξελισσόμενες συνθήκες της αγοράς εργασίας», πρόσθεσε ο Ακσόι.
*Από την Βασιλική Δρίβα