Το κιρκάδιο σύστημα είναι ένα πολύπλοκο σύστημα χρονομέτρησης διάρκειας 24 ωρών, το οποίο ρυθμίζει τη συμπεριφορά και τον μεταβολισμό μέσω ενός κεντρικού «ρολογιού» στον εγκέφαλο και επιπλέον «ρολογιών» σε όργανα όπως το ήπαρ και το πάγκρεας. Λόγω αυτού του συστήματος, ο μεταβολισμός μας αντιδρά διαφορετικά ανάλογα με το πότε καταναλώνουμε το φαγητό μας, με αποτέλεσμα καθημερινές διακυμάνσεις στην επεξεργασία της γλυκόζης και στην έκκριση ορμονών μετά τα γεύματα.

Η πρόσληψη τροφής από μόνη της λειτουργεί ως σημαντικό σήμα που βοηθά στον συγχρονισμό των εσωτερικών μας «ρολογιών». Το να τρώει κανείς σε ώρες που δεν είναι συγχρονισμένες με τον φυσικό κύκλο φωτός-σκότους, μπορεί να διαταράξει αυτά τα «ρολόγια» και να οδηγήσει σε αρνητικές μεταβολικές συνέπειες.

Ερευνητές από το Γερμανικό Ινστιτούτο Ανθρώπινης Διατροφής στο Πότσνταμ-Ρεμπρίκε (DIfE), μελέτησαν πρόσφατα τη σχέση μεταξύ του μεταβολισμού του σακχάρου στο αίμα και των ωρών κατανάλωσης τροφής το βράδυ, χρησιμοποιώντας δεδομένα από μια μελέτη σε διδύμους.

Τα ευρήματά τους δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό eBioMedicine.

Πώς υπολογίζουμε τους κιρκάδιους ρυθμούς

Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση γευμάτων αργά τη νύχτα σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας και καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Ωστόσο, δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητό το πώς η χρονική στιγμή των γευμάτων αλληλεπιδρά με τον ατομικό κιρκάδιο ρυθμό και πώς επηρεάζει τον μεταβολισμό της γλυκόζης και τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.

Επιπλέον, οι ακριβείς μηχανισμοί που καθορίζουν πότε και γιατί τρώμε παραμένουν ασαφείς, καθώς οι διατροφικές συνήθειες διαμορφώνονται από ένα μείγμα πολιτισμικών, περιστασιακών, γενετικών και άλλων βιολογικών παραγόντων. Η χρονική στιγμή της πρόσληψης τροφής σε σχέση με τον βιολογικό ημερήσιο ρυθμό ενός ατόμου μπορεί να αξιολογηθεί εξετάζοντας το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο γεύμα και το μέσο του ύπνου. Το μέσο του ύπνου αναφέρεται στο χρονικό σημείο που βρίσκεται ακριβώς στη μέση μεταξύ του χρόνου που πέφτει κάποιος για ύπνο και της ώρας που ξυπνά, και αποτελεί ένδειξη του χρονοτύπου του, δηλαδή του αν έχει την τάση να ξυπνά νωρίς (πρωινός τύπος) ή να κοιμάται αργά (νυχτερινός τύπος).

Πώς το φαγητό αργά τη νύχτα επηρεάζει την ευαισθησία στην ινσουλίνη

Για την επιλογή των συμμετεχόντων στην εν λόγω μελέτη, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα μητρώο διδύμων (HealthTwiSt, Βερολίνο, Γερμανία). Συνολικά, συμμετείχαν 92 άτομα (46 ζεύγη μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων).

Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εκτενείς μεταβολικές αξιολογήσεις, οι οποίες περιλάμβαναν σωματική εξέταση, ανασκόπηση ιατρικού ιστορικού, μετρήσεις σώματος και δοκιμές ανοχής γλυκόζης. Ο ατομικός τους χρονοτύπος καθορίστηκε μέσω ερωτηματολογίου.

Επιπλέον, κάθε συμμετέχων κράτησε χειρόγραφο ημερολόγιο διατροφής για 5 συνεχόμενες ημέρες, καταγράφοντας την ώρα έναρξης και λήξης κάθε γεύματος, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με το είδος και την ποσότητα των τροφίμων που κατανάλωσε. Αυτή η προσέγγιση βοήθησε στο να αποτυπωθεί μια ρεαλιστική εικόνα των διατροφικών συνηθειών των συμμετεχόντων.

Συνολικά, η ανάλυση έδειξε ότι τα άτομα που είχαν την τάση να καταναλώνουν το τελευταίο τους γεύμα αργά μέσα στην ημέρα και κοντά στην ώρα του ύπνου παρουσίαζαν μειωμένη ικανότητα μεταβολισμού της γλυκόζης κατά το τέλος της ημέρας, καθώς είχαν χαμηλότερη ευαισθησία στην ινσουλίνη.

Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι μια καλύτερη ρύθμιση των ωρών των γευμάτων μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της μεταβολικής μας υγείας.

Πρέπει να αποφεύγουμε τελικά το φαγητό αργά το βράδυ;

Παρόλο που είναι γνωστό πως ο χρονισμός και η σύσταση των γευμάτων είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες για τη ρύθμιση του σακχάρου και της ινσουλίνης σε άτομα με διαβήτη, η συγκεκριμένη μελέτη έγινε σε υγιή άτομα με κανονική λειτουργία παγκρέατος και χωρίς μεταβολικές διαταραχές. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν μεταβολικό σύνδρομο, όπως φάνηκε από τον ΔΜΣ (δείκτη μάζας σώματος) και την περίμετρο της μέσης τους, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 32 ετών, δηλαδή νεαρή ηλικία.

Οι φυσιολογικές διακυμάνσεις του σακχάρου στο αίμα αποτελούν μέρος της φυσικής λειτουργίας της πέψης και του μεταβολισμού. Ίσως δεν χρειάζεται το ευρύ κοινό να ανησυχεί υπερβολικά για το πώς το φαγητό επηρεάζει το σάκχαρό του, εκτός αν υπάρχουν μεταβολικά νοσήματα όπως ο διαβήτης τύπου 2, επισημαίνουν ειδικοί. Ωστόσο, υπογραμμίζουν τη σημασία της πρόσληψης φυτικών ινών, τονίζοντας παράλληλα τους κινδύνους των επεξεργασμένων δημητριακών και των πρόσθετων σακχάρων.

Οι τροφές με πρόσθετα σάκχαρα και με χαμηλή περιεκτικότητα σε ίνες, αυξάνουν γρήγορα το σάκχαρο στο αίμα και στη συνέχεια το ρίχνουν απότομα. Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη πείνα και κούραση. Η κατανάλωση προϊόντων ολικής άλεσης, πλούσιων σε ίνες φρούτων και λαχανικών μαζί με άπαχη πρωτεΐνη μπορεί όχι μόνο να μετριάσει αυτό το φαινόμενο, αλλά να οδηγήσει γενικά σε μια πιο υγιεινή διατροφή και μείωση του κινδύνου χρόνιων παθήσεων.

Συμπερασματικά, αν είστε υγιείς και χωρίς μεταβολικά προβλήματα, δεν υπάρχει λόγος πανικού αν φάτε αργά κάποιες φορές — η ποιότητα του φαγητού και η συνολική ισορροπία της διατροφής είναι πιο σημαντικοί παράγοντες από την ώρα. Αν όμως έχετε προδιάθεση ή ιστορικό διαβήτη ή μεταβολικού συνδρόμου, τότε ο χρονισμός των γευμάτων έχει μεγαλύτερη σημασία, καταλήγουν οι επιστήμονες.