Η σήψη είναι μια κατάσταση απειλητική για τη ζωή, που προκαλείται από μειωμένη αντίδραση του οργανισμού στη λοίμωξη, με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία των οργάνων. Προκαλεί σχεδόν το 20% των θανάτων παγκοσμίως, παραμένει μια από τις πιο κρίσιμες προκλήσεις στην παγκόσμια υγεία, ειδικά σε συστήματα υγείας με περιορισμένους πόρους όπου η θνησιμότητα είναι εξαιρετικά υψηλή. Παρά τις προόδους στην περίθαλψη παραμένουν σημαντικά τα κενά στον τρόπο έγκαιρης διάγνωσης, διαχείρισης και μελέτης της σήψης.

Σε άρθρο του, στο Journal of Intensive Medicine, ο καθηγητής Χειρουργικής και Διευθυντής του Κέντρου Εντατικής Θεραπείας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Emory δρ Κρέιγκ Κούπερσμιθ, με τίτλο «Μελλοντικές Κατευθύνσεις στην Έρευνα για τη Σήψη», αναλύει τους προβληματισμούς στη σημερινή διαχείριση της σήψης και σκιαγραφεί τις προτεραιότητες για μελλοντική πρόοδο. Υποστηρίζει την περαιτέρω μετάβαση από τα γενικά πρωτόκολλα θεραπείας σε πιο εξατομικευμένες και ολοκληρωμένες προσεγγίσεις.

Όπως επισημαίνει, μια σημαντική πρόκληση είναι η αδυναμία αποτελεσματικής εφαρμογής των υφιστάμενων κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών στο κρεβάτι του ασθενούς.

Παρά τις πάνω από 100 κλινικές μελέτες, καμία ανοσοθεραπεία δεν έχει βελτιώσει την επιβίωση

Η σήψη, αιτία για έναν στους πέντε θανάτους, διεθνώς – Photo: Oregon State University

Πολλοί κλινικοί γιατροί δεν γνωρίζουν τα τρέχοντα πρωτόκολλα ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εφαρμογή τους λόγω κακής ποιότητας διαγνωστικών δεδομένων, έλλειψης προσαρμογής στις τοπικές ανάγκες ή ανεπαρκών υποδομών στο σύστημα υγείας και το άρθρο υπογραμμίζει τη σημασία της εφαρμογής της επιστήμης, για τη μείωση αυτού του χάσματος μεταξύ γνώσης και πρακτικής.

Ως λύση προτείνει την εφαρμογή «ζωντανών» κατευθυντήριων οδηγιών, τη μετάφρασή τους σε περισσότερες γλώσσες, την προσαρμογή τους σε παθογόνους οργανισμούς που αναπτύσσονται ειδικά στην περιοχή ενδιαφέροντος, όπως ο δάγκειος πυρετός και η φυματίωση και την επέκταση της εκπαίδευσης και της υποστήριξης στους κλινικούς γιατρούς περιοχών που δεν καλύπτονται.

Η βελτίωση της έγκαιρης πρόβλεψης είναι επίσης κρίσιμη για τη μείωση της θνησιμότητας.

Αν και η έγκαιρη χρήση αντιβιοτικών βελτιώνει την επιβίωση, η αναγνώριση της λοίμωξης πριν εξελιχθεί σε σήψη, παραμένει δύσκολη. Το άρθρο υπογραμμίζει τις δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης για την κάλυψη αυτού του κενού. «Προηγμένα εργαλεία όπως η AI και η ML είναι πολλά υποσχόμενα για την ανάλυση τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων ασθενών για την ανίχνευση ανεπαίσθητων, πρώιμων ενδείξεων σήψης που μπορεί να διαφεύγουν της ανθρώπινης παρατήρησης», εξηγεί. «Ωστόσο, αυτές οι καινοτομίες πρέπει να ξεπεράσουν σημαντικά εμπόδια, όπως τις ανησυχίες για την προστασία δεδομένων, των ηθικών ζητημάτων και του κινδύνου υπερβολικής θεραπείας λόγω ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων», δηλώνει ο Δρ  Κούπερσμιθ.

Έγκαιρη διάγνωση

Η διάγνωση είναι ένας άλλος αδύναμος κρίκος. Οι παραδοσιακές μέθοδοι, όπως οι καλλιέργειες αίματος, είναι αργές και αναξιόπιστες. Παρότι υπάρχουν νεότερα εργαλεία ταχείας διάγνωσης, κανένα δεν έχει γίνει συνήθης πρακτική και η επίπτωσή τους στα αποτελέσματα παραμένει ασαφής. Ταυτόχρονα, η εξειδίκευση του τρέχοντος ορισμού της σήψης-3 και της βαθμολογίας SOFA αμφισβητείται, γεγονός που απαιτεί πιο ακριβή διαγνωστικά πλαίσια.

Η θεραπεία για τη σήψη

Στο θεραπευτικό μέτωπο, τα αντιβιοτικά παραμένουν απαραίτητα, αλλά καμία θεραπεία δεν έχει πετύχει να αλλάξει την απορρύθμιση που υφίσταται ο οργανισμός του ασθενή. Παρά τις πάνω από 100 κλινικές μελέτες, καμία ανοσοθεραπεία δεν έχει βελτιώσει την επιβίωση. Απαιτείται μια βαθύτερη κατανόηση της δυναμικής που υπάρχει ανάμεσα στον ξενιστή (που είναι ο ασθενής) και του παθογόνου μικροοργανισμού, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα τη φλεγμονή, την ανοσοκαταστολή, το μικροβίωμα και τη νευρολογική και ανοσολογική σηματοδότηση. Οι γονιδιωματικές προσεγγίσεις σε συνδυασμό με τη μηχανική μάθηση μπορούν επίσης να βοηθήσουν στον εντοπισμό νέων θεραπευτικών στόχων.

Τα παραδοσιακά σχέδια κλινικών μελετών μπαίνουν επίσης υπό έλεγχο. Η βιολογική ποικιλομορφία μεταξύ των ασθενών με σήψη σημαίνει ότι ένα ενιαίο μοντέλο συχνά αποτυγχάνει. Οι εξατομικευμένες στρατηγικές που βασίζονται σε φαινοτύπους και ενδοτύπους, μαζί με πλατφόρμες μελετών που μπορούν να προσαρμοστούν σε δεδομένα πραγματικού χρόνου, προσφέρουν πιο αποτελεσματικές διόδους για πρόοδο.

Το άρθρο εξετάζει επίσης αναδυόμενες τεχνολογίες όπως η παρακολούθηση του ανοσοποιητικού με συσκευές που φορούν οι ασθενείς, η νανοτεχνολογία και οι θεραπείες RNA, οι οποίες μπορεί να επιτρέψουν πιο ακριβείς και λιγότερο τοξικές παρεμβάσεις. Αυτά τα εργαλεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην περίθαλψη της σήψης, όχι μόνο έγκαιρα, αλλά και με πλήρη προσαρμογή στη μοναδική βιολογία κάθε ασθενούς.

Ο Δρ Κούπερσμιθ κατέληξε λέγοντας ότι: «Η αντιμετώπιση της σήψης απαιτεί περισσότερα από νέα φάρμακα ή τεχνολογίες. Απαιτεί μια συντονισμένη, πολύπλευρη προσέγγιση που ενσωματώνει την έγκαιρη διάγνωση, την εξατομικευμένη θεραπεία, την ισότιμη εφαρμογή και τον καινοτόμο σχεδιασμό των μελετών».